-
1 εύννητος
-
2 ἐύννητος
-
3 ἐΰννητος
A well spun or woven,οἱ δὲ χιτῶνας εἵατ' ἐϋννήτους Il.18.596
, cf. 24.580;πέπλοι λεπτοὶ ἐΰννητοι Od.7.97
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐΰννητος
-
4 εὔννητος
εὔ-ννητος ( νέω): well-woven, Il. 18.596.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εὔννητος
-
5 εύννητον
ἐΰννητον, ἐύννητοςwell spun: masc /fem acc sg (epic)ἐΰννητον, ἐύννητοςwell spun: neut nom /voc /acc sg (epic) -
6 ἐύννητον
ἐΰννητον, ἐύννητοςwell spun: masc /fem acc sg (epic)ἐΰννητον, ἐύννητοςwell spun: neut nom /voc /acc sg (epic) -
7 ευννήτοισι
-
8 ἐυννήτοισι
-
9 ευννήτους
-
10 ἐυννήτους
-
11 ευννήτων
-
12 ἐυννήτων
-
13 εύννητοι
-
14 ἐύννητοι
-
15 χιτών
χῐτών, in [dialect] Ion.Prose [full] κῐθών, ῶνος, ὁ (also prob. in Sammelb. 4291), [dialect] Dor. [full] κῐτών (q. v.):—A garment worn next the skin, tunic.I in early times, only of a man's tunic (the woman's being πέπλος, Sch.BT Il.2.42),χιτῶνα περὶ χροΐ δῦνεν Od.15.60
;κιθῶνας ὑποδύνειν τοῖσι εἵμασι Hdt.1.155
: sts. with a girdle, Od.14.72;τερμιόεις 19.242
, Hes.Op. 537; μαλακός, ἐΰννητος, Od.1.437, Il.24.580; [χ.] λαμπρός.. ἠέλιος ὥς Od.19.234
;χλαῖνάν τε χιτῶνά τε 14.132
, 154;οἱ δ' ἀροτῆρες ἤρεικον χθόνα δῖαν ἐπιστολάδην δὲ χιτῶνας ἐστάλατ' Hes.Sc. 287
.2 later worn also by women, ;σύροισα χιτῶνα Theoc.2.73
; the Ionian sleeved χ. was distd. fr the Dorian, fastened withπερόναι, μετέβαλον [αἱ τῶν Ἀθηναίων γυναῖκες] ἐς τὸν λίνεον κ. ἵνα δὴ περόνῃσι μὴ χρέωνται Hdt. 5.87
;οἱ πρεσβύτεροι [τῶν Ἀθηναίων] οὐ πολὺς χρόνος ἐπειδὴ χιτῶνας λινοῦς ἐπαύσαντο φοροῦντες Th.1.6
, cf. Eust.954.50; χ. ποδήρης, ὀρθοστάδιος, στατός (v. sub vocc.); κιθὼν ποδηνεκής, worn by Babylonians, Hdt.1.195; κιθῶνες λίνεοι περὶ τὰ σκέλεα θυσανωτοί, worn by Egyptians, Id.2.81; κιθῶνες εἰρίνεοι, worn by Cilicians, Id.7.91; dub. in E.IT 288(pl.).II coat of mail, prob. of leather covered with scales or rings,στρεπτὸς χ. Il.5.113
;χ. χάλκεος 13.439
; κιθῶνες χειριδωτοὶ λεπίδος σιδηρέης coats of iron scales with sleeves, Hdt.7.61 (s. v.l.): but distd. fr.θώρηξ Id.9.22
, cf. X.Cyr.6.4.1.IV metaph., any coat, case, or covering, λάϊνος χιτών (v. λάϊνος) τειχέων κιθῶνες, i. e. walls, Hdt.7.139; in Anatomy, coat, membrane,τὸν ἀμφὶ τὴν ὄψιν χ. Hp.VM19
, cf. Aph.7.45, Epicur. Nat.2.993.1;ὁ.. χ. τῆς καρδίας Arist.Resp. 480a4
; χ. ὑμενώδης, ἀραχνιώδης, Id.PA 679a1, HA 557b16; τοῦ ᾠοῦ οἱ χ. οἱ περιέχοντες ib. 561a14; of foetal membranes, Sor.1.7,58, al.; τριγλοφόροι χιτῶνες, of fishing-nets, AP6.11 (Satyr.); χιτῶνες ἀραχνίων spiders' webs, Hp.Int.3: pl., pods or coats of seeds, bulbous roots, etc., Thphr. HP1.12.3, 8.4.1, CP1.4.1, al.
См. также в других словарях:
ἐύννητος — ἐΰννητος , ἐύννητος well spun masc/fem nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εΰννητος — ἐΰννητος, ον (Α) (επικ. τ. αντί εύνητος) αυτός που έχει γνεστεί ή υφανθεί καλά, καλογνεσμένος, καλοϋφασμένος («οἱ δὲ χιτῶνας εἵατ ἐϋννήτους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευς (ευ) + νητός «υφασμένος (< νήθω «γνέθω»)] … Dictionary of Greek
ἐύννητον — ἐΰννητον , ἐύννητος well spun masc/fem acc sg (epic) ἐΰννητον , ἐύννητος well spun neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυννήτοισι — ἐϋννήτοισι , ἐύννητος well spun masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυννήτους — ἐϋννήτους , ἐύννητος well spun masc/fem acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυννήτων — ἐϋννήτων , ἐύννητος well spun masc/fem/neut gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐύννητοι — ἐΰννητοι , ἐύννητος well spun masc/fem nom/voc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
(s)nē- and (s)nēi- — (s)nē and (s)nēi English meaning: to sew together, to web, spin Deutsche Übersetzung: “Fäden zusammendrehen, with dem Faden hantieren”, daher “weben, spinnen” and “ sew “ Note: (maybe from dem present snē i̯ō; or umgekehrt snē… … Proto-Indo-European etymological dictionary