Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐυννήτους

См. также в других словарях:

  • ἐυννήτους — ἐϋννήτους , ἐύννητος well spun masc/fem acc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εΰννητος — ἐΰννητος, ον (Α) (επικ. τ. αντί εύνητος) αυτός που έχει γνεστεί ή υφανθεί καλά, καλογνεσμένος, καλοϋφασμένος («οἱ δὲ χιτῶνας εἵατ ἐϋννήτους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευς (ευ) + νητός «υφασμένος (< νήθω «γνέθω»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»