-
1 εύννητοι
-
2 ἐύννητοι
-
3 ἐΰννητος
A well spun or woven,οἱ δὲ χιτῶνας εἵατ' ἐϋννήτους Il.18.596
, cf. 24.580;πέπλοι λεπτοὶ ἐΰννητοι Od.7.97
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐΰννητος
См. также в других словарях:
ἐύννητοι — ἐΰννητοι , ἐύννητος well spun masc/fem nom/voc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)