-
1 Άλεες
-
2 Ἅλεες
-
3 άλεες
-
4 ἅλεες
-
5 αλέες
-
6 ἁλέες
-
7 αλης
2(ᾱ) собранный в кучу, соединенный вместеἁ. γενομένη πᾶσα ἥ Ἑλλάς Her. — соединенные силы всей Эллады;
κατὰ μὲν ἕνα …, ἁλέες δέ Her. — поодиночке …, но все вместе -
8 συγκομίζω
A carry or bring together, collect, Hdt.1.21, 2.121.δ', 9.80, Th.7.85:—[voice] Med., Hdt.2.94; bring together to oneself, collect round one,ἰατροὺς ἀρίστους πρὸς αὑτόν X.Cyr. 8.2.24
; συγκεκόμισθε κάλλιστον κτῆμα εἰς τὰς ψυχάς you have stored up in your souls, ib.1.5.12;ὀλίγα τῇ μνήμῃ Luc.Nigr.10
; σ. πρὸς ἐμαυτόν concentrate in myself, X.Cyr.4.3.17:—[voice] Pass., ἐκέατο ἁλέες συγκεκομισμένοι heaped together, Hdt.8.25: metaph., ἐνταῦθα γάρ μοι κεῖνα συγκομίζεται are gained both at once, S.OC 585.2 of the harvest, gather in, X.Mem.2.8.3, D.S.5.68, etc.: freq. in [voice] Med., X. An.6.6.37, etc.:—[voice] Pass., of the harvest, ὀργᾷ συγκομίζεσθαι it is ripe for carrying, Hdt.4.199, cf. PCair.Zen.225.9 (iii B.C.), PRev.Laws 43.5 (iii B.C.); ἐλαχίστοις πόνοις συγκομίζεται is got in.., D.S.1.36.II help in burying or cremating,τόνδε τὸν νεκρὸν.. μὴ συγκομίζειν S.Aj. 1048
; ἔφθη τὸ σῶμα συγκομισθέν the body was already cremated, Plu.Sull.38, cf. Ages.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκομίζω
-
9 ἁλής
A thronged, crowded, in a mass,πολλὰ ἁλέα Hp.Mul.1.5
, cf. Hdt.1.133;ὡς ἁλέες εἴησαν οἱ Ἕλληνες Hdt.9.15
, cf. 7.104, al.: sg. with collective nouns,ἁ. γενομένη πᾶσα ἡ Ἑλλάς 7.157
; ἁ. ἐὼν ὁ στρατός ib. 236; ἁ. τροφή, αἷμα, Hp.Vict.2.45, Morb. 2.4. Adv. - έως prob. in Hp.Mul.1.36: neut. pl.as Adv.,ἐκχέουσιν τὸ οὖρον ἁλέα Aret.SD2.2
. [[pron. full] ᾱ, Call.Fr.86; ἀλέα λέσχην is v.l. Hes. Op. 493.] (sṃ- ϝαλής, cf. ϝαλῆναι.) -
10 ἐκχέω
ἐκχέω (later[suff] ἐκφων-χύνω Ev.Matt.23.35 ([voice] Pass.), etc., condemned by Luc. Pseudol.29), [tense] fut. - χέω (v. χέω): [tense] aor. 1 ἐξέχεα (also imper.Aἔκχυσον Hsch.
); [dialect] Ep. [tense] aor. [voice] Med.ἐκχευάμην Od.24.178
: [tense] pf.ἐκκέχῠκα Men. 915
:— pour out, prop. of liquids,οἶνον Il.3.296
;αἷμ' ἐκχέας πέδοι A. Eu. 653
, cf.Ev.Matt.23.35 ([voice] Pass.);ἀναίτιον αἷμα SIG 1181.5
(Jewish, ii B.C.); ; ([voice] Pass.), Plu.Alc.6; is spilt, Ev. Matt.9.17
: metaph., (in [voice] Med.) ταχέας δ’ ἐκχεύατ' ὀϊστούς he poured forth his arrows, Od.22.3, 24.178;σοὶ.. δαίμονες.. ἐλπίδας ἐξέχεαν Pl.Epigr.7.4
.b pour away: hence, spill, a vessel,ποδάνιπτρον Ar.Fr. 306
; τὸν χόα Men.l.c.:—[voice] Pass., to be drained, εἰς [διώρυχα] PRyl.154.18 (i A.D.).3 pour out like water, squander, waste, ; , cf. S.El. 1291;πλοῦτον ἐξέχεεν εἰς δαπάνας AP9.367
(Luc.);ἐ. τά τε αὑτοῦ καὶ ἑαυτόν Pl.R. 553b
; spoil,τὸ πᾶν σόφισμα S.Ph.13
.7 = συγχέω, ὅρκια Hsch. s.v. ἐξέχεαν.II [voice] Pass., used by Hom. mostly in [tense] plpf. ἐξεκέχυντο, as also in [ per.] 3sg.[dialect] Ep.[tense] aor. ἐξέχῠτο or ἔκχῠτο, part. ἐκχύμενος [ῠ]: later [tense] fut.ἐκχῠθήσομαι Hero Aut.4.1
:—pour out, stream out or forth, prop. of liquids, Il.21.300, Od.19.504, etc.;ἐκ δ' ἄρα πᾶσαι χύντο χαμαὶ χολάδες Il.4.525
; soἐξεχύθη τὰ σπλάγχνα Act.Ap.1.18
: metaph., of persons,σφήκεσσιν ἐοικότες ἐξεχέοντο Il.16.259
; ἱππόθεν ἐκχύμενοι pouring from the [wooden] horse, Od.8.515;ἐκχυθέντες ἁλέες ἐκ τοῦ τείχεος Hdt.3.13
: generally, to be spread out,πολλὰ δὲ [δέσματα].. μελαθρόφιν ἐξεκέχυντο Od.8.279
;σάρκες εἰς ὑπέρογκον ἐκκεχυμέναι πιότητα Luc.Am.14
.2 metaph.,ῥηθέντα ματαίως ἐκκέχυται στομάτων Emp.39.3
; to be cast away, forgotten,ἐκκέχυται φιλότης Thgn. 110
; .3 give oneself up to any emotion, to be overjoyed, Ar.V. 1469 (lyr.); ἐ. εἰς ἑταίρας, εἰς τὸν κίνδυνον, give oneself up to.., Plb.31.25.4, 3.19.1; ἐπὶ τὰ εὐτρεπισθέντα, of a glutton, Ph.1.38;ἁβρὰ γελῶν ὄμμασιν ἐκκέχυσαι AP12.156
.4 lie languidly, ib.5.54.8 (Diosc.).5 metaph., of Time,ἐ. κατὰ τὴν χρονικὴν παράτασιν Procl.Inst.55
.
См. также в других словарях:
ἁλέες — ἁ̱λέες , ἁλής thronged masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἅλεες — Ἅλις masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅλεες — ἄ̱λεες , ἀλέω grind imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… … Dictionary of Greek
Κάδιξ — (ισπαν. Cάdiz, ορθή προφορά Κάντιθ). Πόλη (133.363 κάτ. το 2001) της νοτιοδυτικής Ισπανίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (7.440 τ. χλμ., 1.116.491 κάτ. το 2001) στην Ανδαλουσία. Ιδρύθηκε από τους Φοίνικες πριν από το 1000 π.Χ. ως εμπορείο,… … Dictionary of Greek
Λε Νοτρ, Αντρέ — (Andrè Le Nôtre, Παρίσι 1613 – 1700). Γάλλος αρχιτέκτονας κήπων. Ο πατέρας του, Ζαν Λε Νοτρ, ήταν κηπουρός του Λουδοβίκου ΙΓ’. Ο ίδιος σπούδασε αρχικά ζωγραφική με τον Σιμόν Βουέ και ύστερα αρχιτεκτονική. Το 1637 διαδέχτηκε τον πατέρα του στο… … Dictionary of Greek