-
1 Αρμονίαι
-
2 Ἁρμονίαι
-
3 αρμονίαι
ἁρμονίαmeans of joining: fem nom /voc plἁρμονίᾱͅ, ἁρμονίαmeans of joining: fem dat sg (attic doric aeolic) -
4 ἁρμονίαι
ἁρμονίαmeans of joining: fem nom /voc plἁρμονίᾱͅ, ἁρμονίαmeans of joining: fem dat sg (attic doric aeolic) -
5 αρμονια
ион. ἁρμονίη, эп. ἁρμονιά ἥ1) скрепление, связь(ἁρμονίαι διαχάσκουσαι Arph.; τῶν λίθων Diod.)
2) паз, щель3) скрепа(γόμφοι καὴ ἁρμονιαί Hom.)
4) pl. соглашение, договор(μάρτυροι ἁρμονιάων Hom.)
5) установление, порядок(Διός Aesch.)
6) душевный склад, характер(γυναικῶν Eur.)
7) муз. строй, лад(Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος Pind.; ἁ. Δώριος Arst.)
8) слаженность, соразмерность(ἐν τῷ σώματι Plat.)
9) стройность, гармония(ἐν τοῖς φθόγγοις καὴ ἔργοις Plat.; τῶν φερομένων ἄστρων Arst.)
-
6 προς-πετής
προς-πετής, ές, eigtl. zufallend, ἁρμονίαι, die einen gefälligen, sanften Tonfall haben, bequem ins Ohr fallen, D. Hal. Dem. 40.
-
7 συμ-ποτικός
συμ-ποτικός, ή, όν, zum Gaste od. zum Gastmahle gehörig, dazu sich passend; προςμάνϑανε ξυμποτικὸς εἶναι καὶ ξυνουσιαστικός, Ar. Vesp. 1208; συμποτικὰ τὰ πράγματα, Ach. 1107; νόμοι συμποτικοί, Plat. Legg. II, 671 c; ἁρμονίαι, Rep. III, 398 e; Folgde; ὁ σ., ein guter, unterhaltender Trinkgenoß, Gast, Pol. 31, 21, 8.
-
8 χαλαρός
χαλαρός, nachgelassen, schlaff, lose; ὑποδήματα Ar. Th. 263; ἁλύσεις Thuc. 2, 76; χαλινός Xen. equ. 10, 3; ἄρϑρα, die durch Verrenkung schlaff oder lahm geworden, MMedle.; vgl. νῠν γὰρ ἐν ἄρϑροις τοῖς ἐμοῖς στρέφεται χαλαρὰ κοτυληδών Ar. Vesp. 1494; – übertr., ἁρμονίαι χαλαραί, schlaffe Tonweisen ohne feste harmonische Verbindung der Tonsätze, Plat. Rep. III, 398 e. – Adv., χαλαρῶς ἐνήρμοσται ἡ ἐπιδορατὶς δόρατι Pol. 34, 3,5.
-
9 γο-ώδης
γο-ώδης, ες, klagend, kläglich, γοωδέσταται ἁρμονίαι Plat. Legg. VII, 800 d; Arist. H. A. 9, 12 u. Sp.
-
10 θρην-ώδης
θρην-ώδης, ες, weinerlich, klagend; ἁρμονίαι Plat. Rep. III, 398 d 411 a; μέλος Hdn. 4, 2, 10; ὕμνος D. C. 74, 6; – τὸ ϑρηνῶδες τῆς ψυχῆς, neben φιλοπενϑές, zum Klagen geneigte Stimmung, Plut. reip. ger. pr. 30. – Adv., los.
-
11 ἠθικός
ἠθικός, ethisch, sittlich, den Charakter darstellend; ποίημα τὸ δηλοῦν τὴν προαίρεσιν, auch μέλη, ἁρμονίαι, auf das Gemüth, den Charakter wirkend, Arist. pol. 8, 7; τὸ ἠϑικὸν τῆς φιλοσοφίας, der Theil der Philosophie, der sich mit den Grundsätzen des Sittlichen beschäftigt, Sittenlehre, D. L. 1, 18; auch τὰ ἠϑικά, u. ἠϑικοὶ λόγοι, Sp. – Zum Charakter gehörig, charakteristisch. ausdrucksvoll, ἠϑικὴ λέξις, ἁρμόττουσα ἑκάστῳ γένει καὶ ἕξει Arist. rhet. 3, 7. – Adv. ἠϑικῶς, z. B. μειδιᾶν, bedeutungsvoll lachen, Plut. Brut. 51; vgl. Aristaen. 1, 24. 27.
-
12 γοωδης
-
13 διαχασκω
досл. расседаться, распадаться, перен. диссонировать(ἁρμονίαι διαχάσκουσαι Arph.)
-
14 θρηνωδης
21) похожий на погребальную песнь, скорбный, жалобный(ἁρμονίαι Plat.; μέλος Plut.)
τὸ θρηνῶδες τῆς ψυχῆς Plut. — грустное настроение2) склонный к плачу, плаксивый Plat. -
15 συμποτικος
I3пиршественный(πράγματα Arph.; νόμοι Plat.)
συμποτικαὴ ἁρμονίαι Plut. — застольные песниIIὅ приятный собутыльник Arph., Polyb. -
16 χαλαρος
31) отпущенный, ослабленный(χαλινός Xen.)
ἀφεῖναι τέν δοκὸν χαλαραῖς ταῖς ἁλύσεσι Thuc. — спустить бревно на цепях2) раздавшийся вширь, широкий, свободный(ὑποδήματα Arph.; θώραξ Xen.; πόροι Arst.)
ἐν ἄρθροις στρέφεται χαλαρὰ κοτυληδών Arph. — члены легко вращаются в вертлюгах, т.е. тело легко и подвижно3) расслабленный, изнеженный, томный(ἁρμονίαι Plat.)
χ. ἐν τῷ βαδίζειν Plut. — с расслабленной походкой -
17 αρμονία
ἁρμονίᾱ, ἁρμονίαmeans of joining: fem nom /voc /acc dualἁρμονίᾱ, ἁρμονίαmeans of joining: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἁρμονίαι, ἁρμονίαmeans of joining: fem nom /voc plἁρμονίᾱͅ, ἁρμονίαmeans of joining: fem dat sg (attic doric aeolic) -
18 γοώδης
-
19 διαβαίνω
Aζάβαις Alc.Supp. 7.3
:I intr., stride, walk or stand with legs apart, εὖ διαβάς, of a man planting himself firmly for fighting, Il.12.458, Tyrt.11.21;ὡδὶ διαβάς Ar.V. 688
;τοσόνδε βῆμα διαβεβηκότος Id.Eq.77
; opp. συμβεβηκώς, X.Eq.1.14;πόδας μὴ -βεβῶτας Hp.Art.43
, cf. D.S.4.76;κολοσσοὶ -βεβηκότες Plu.2.779f
; simply, spacious,δόμοι Corn.ND 15
: metaph., μεγάλα δ. ἐπί τινα to go with huge strides against.., Luc. Anach.32; ὀνόματα -βεβηκότα εἰς πλάτος great straddling words, D.H. Comp.22; [ποὺς] -βεβηκώς with a mighty stride, ib.17: c. acc. cogn., αἱ ἁρμονίαι διαβεβήκασι εὐμεγέθεις διαβάσεις ib.20; alsoἐξερείσματα χρόνων πρὸς ἑδραῖον -βεβηκότα μέγεθος Longin.40.4
.II c. acc., step across, pass over,τάφρον Il.12.50
;πόρον' Ωκεανοῖο Hes. Th. 292
, cf. A. Pers. 865 (lyr.);Ἀχέροντα Alc.
l.c.;ποταμόν Hdt.1.75
, etc., cf. 7.35; alsoδιὰ ποταμοῦ X.An.4.8.2
.2 abs. ( θάλασσαν or ποταμόν being omitted), cross over,Ἤλιδ' ἐς εὐρύχορον διαβήμεναι Od.4.635
;<ἐς> τήνδε τὴν ἤπειρον Hdt.4.118
;πλοίῳ Id.1.186
, cf. Th.1.114, Pl.Phdr. 229c, etc.: metaph., τῷ λόγῳ διέβαινε ἐς Εὐρυβιάδεα he went over to him, Hdt.8.62;δ. ἐπὶ τὰ μείζω Arr.Epict.1.18.18
.b πόθεν.. διαβέβηκε τὸ ἀργύριον from what sources the money has mounted up, Plu.2.829e.3 bestride, AP5.54 (Diosc.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαβαίνω
-
20 θρηνῴδης
θρηνῴδ-ης, ες,A like a dirge, fit for a dirge, , 411a; ; φθόγγος, μέλος, Plu.Sull.7, Hdn.4.2.5; τὸ θ. τῆς ψυχῆς mournful mood, Plu.2.822c.2 = θρηνητικός, of persons, Pl.Lg. 792b; τὸ θ. Id.R. 606b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρηνῴδης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἁρμονίαι — Ἁρμονίᾱͅ , Ἁρμονίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμονίαι — ἁρμονία means of joining fem nom/voc pl ἁρμονίᾱͅ , ἁρμονία means of joining fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμονίᾳ — ἁρμονίαι , ἁρμονία means of joining fem nom/voc pl ἁρμονίᾱͅ , ἁρμονία means of joining fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπετής — ές, ΝΜΑ, προπέτης, θηλ. έτισσα και παλ. τ. ις, Ν μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει προκλητικό ύφος, αυθάδης, θρασύς, ιταμός (α. «οἱ θρασεῑς καὶ προπετεῑς», Αριστοτ. β. «οἱ γλώσσῃ προπετεῑς», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. αυτός που έχει κλίση, που γέρνει προς… … Dictionary of Greek
συμποτικός — ή, ό / συμποτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συμπότης] αυτός που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε συμπόσιο (α. «συμποτικά άσματα» β. «συμποτική μουσική», Φιλόδ.) αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ συμποτικός αυτός που συχνάζει σε συμπόσια, που τού αρέσουν τα συμπόσια 2.… … Dictionary of Greek
χαλαρός — ή, ό / χαλαρός, ά, όν, ΝΜΑ αυτός που δεν είναι τεντωμένος ή σφιχτός, αυτός που είναι άτονος, πλαδαρός (α. «χαλαρή ζώνη» β. «χαλαρό δέρμα» γ. «χαλαρά... ὑποδήματα... γοῡν χαίρεις φορῶν», Αριστοφ. δ. «ἀφίεσαν τὴν δοκὸν χαλαραῑς ταῑς ἁλύσεσιν», Θουκ … Dictionary of Greek