Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

συμποτικός

См. также в других словарях:

  • συμποτικός — convivial masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμποτικός — ή, ό / συμποτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συμπότης] αυτός που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε συμπόσιο (α. «συμποτικά άσματα» β. «συμποτική μουσική», Φιλόδ.) αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ συμποτικός αυτός που συχνάζει σε συμπόσια, που τού αρέσουν τα συμπόσια 2.… …   Dictionary of Greek

  • συμποτικά — συμποτικός convivial neut nom/voc/acc pl συμποτικά̱ , συμποτικός convivial fem nom/voc/acc dual συμποτικά̱ , συμποτικός convivial fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμποτικώτερον — συμποτικός convivial adverbial comp συμποτικός convivial masc acc comp sg συμποτικός convivial neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμποτικός — συμποτικός , συμποτικός convivial masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμποτικῶν — συμποτικός convivial fem gen pl συμποτικός convivial masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμποτικόν — συμποτικός convivial masc acc sg συμποτικός convivial neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμποτικώτατον — συμποτικός convivial masc acc superl sg συμποτικός convivial neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμποτικαῖς — συμποτικός convivial fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμποτικαί — συμποτικός convivial fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμποτικοῖς — συμποτικός convivial masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»