-
1 Αλφειός
-
2 Ἀλφειός
-
3 Ἀλφειός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἀλφειός
-
4 Αλφειος
I.дор. Ἀλφεός ὅ Алфей (главная река Пелопоннеса, протекающая через Аркадию и Элиду и впад. в Ионическое море) Hom., Pind., Xen., Eur.II.ὁ Алфей ( по месту рождения Μυτιληναῖος, греч. поэт, прибл. I в. до н.э.) Anth. -
5 Αλφειός
ο р. Алфиос, Алфей (Пелопоннес) -
6 Ἀλφειός
Ἀλφεός, -ειός a river flowing past the Olympic sanctuary ὅτε παρ' Ἀλφεῷ σύτο δέμας (sc. Φερενίκου, Hieron's horse) O. 1.20 Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιθείς, τύμβον ἀμφίπολον ἔχων πολυξενωτάτῳ παρὰ βωμῷ (sc. Πέλοψ.) O. 1.92 ἕδος Ὀλύμπου νέμων ἀέθλων τε κορυφὰν πόρον τ' Ἀλφεοῦ (sc. Ζεύς) O. 2.13 ( Ἡρακλέης)1πενταετηρίδ' ἁμᾶ θῆκε ζαθέοις ἐπὶ κρημνοῖς Ἀλφεοῦ O. 3.22
Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον τιμῶν τ' Ἀλφεὸν εὐρὺ ῥέοντα O. 5.18
Εἰλατίδᾳ ὃς ἄνασσε Φαισάνᾳ, λάχε τ' Ἀλφεὸν οἰκεῖν O. 6.34
Ἀλφεῷ μέσσῳ καταβαὶς ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν (sc. Ἴαμος.) O. 6.58ἄνδρα παρ' Ἀλφειῷ στεφανωσάμενον O. 7.15
ἀλλ' ὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ Ἀλφεῷ ἄλσος O. 8.9
θάλλει δ ἀρεταῖσιν σόν τε, Κασταλία, πάρα Ἀλφεοῦ τε ῥέεθρον O. 9.18
( Ἡρακλέης) τιμάσαις πόρον Ἀλφεοῦ μετὰ δώδεκ' ἀνάκτων θεῶν (πρώτῳ τῷ Ἀλφειῷ ἔθυσε ὡς ἐντοπίῳ θεῷ. Σ.) O. 10.48πατρὸς δὲ Θεσσαλοἶ ἐπ' Ἀλφεοῦ ῥεέθροισιν αἴγλα ποδῶν ἀνάκειται O. 13.35
ἄμπνευμα σεμνὸν Ἀλφεοῦ, κλεινᾶν Συρακοσσᾶν θάλος Ὀρτυγία (ἀπὸ γὰρ καταδυσέων ἀφανῶν εἰς τὴν Ἀρέθουσαν ἀναφαίνεται. Σ.) N. 1.1 κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν Αἰακίδαις ἔρνεα πρῶτος λτ;ἔνεικενγτ; ἀπ' Ἀλφεοῦ i. e. from Olympic games N. 6.18εἴη μιν ἔτι καὶ Πυθῶθεν Ὀλυμπιάδων τ' ἐξαιρέτοις Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.66
-
7 Αλφεος
-
8 Ε
Ε, ε, ἒ ψιλόν, fünfter Buchstabe im griechischen Alphabet; als Zahlzeichen ε' = 5, der fünfte; ,ε = 5000. Als einzelner Buchstabe wurde es von den Aelteren εἶ genannt, vgl. Plat. Crat. 402 e 426 c, u. öfter; Ath. XI, 450 c 467 a. Erst nach Erfindung od. Benutzung des η in der gewöhnlichen Schrift heißt es ἒ ψιλόν. Dichter dehnen des Metrums wegen oft ε in ει, u. verkürzen umgekehrt ει in ε, vgl. ἔαρ = εἶαρ, Ἀλφειός = Ἀλφεός. – Als euphonischer Zusatz erscheint es in der alten Sprache, bes. bei Hom. in digammirten Wörtern, ἐείκοσι, ἔεδνα, ἐέλδωρ, wahrscheinlich zur Feststellung des Metrums von den Grammatikern aus Unkunde des Digamma vorgesetzt. Anders zu beurtheilen sind ἐκεῖνος u. κεῖνος, ἑορτή = ὁρτή, ἐχϑές = χϑές.
-
9 αβροχος
21) неорошенный, безводный или засушливый(πεδία Eur.)
2) не окунутый в воду, сухой(μόλιβος Anth.)
μία μοι ἄγκυρα ἔτι ἄ. погов. Luc. — есть у меня еще один сухой якорь, т.е. еще одно неиспробованное средство;ἄβροχον διαβιβάζειν στρατόν Luc. — переправить войско по-суху3) не впадающий в море(ὕδωρ = Ἀλφειὸς ποταμός Anth.)
-
10 αυτοκελευθος
-
11 Αλφειοίο
-
12 Ἀλφειοῖο
-
13 Αλφειού
-
14 Ἀλφειοῦ
-
15 Αλφειώ
-
16 Ἀλφειῷ
-
17 Αλφειώι
-
18 Ἀλφειῶι
-
19 Αλφειέ
-
20 Ἀλφειέ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἀλφειός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλφειός — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 39 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πύργου. II Ο μεγαλύτερος ποταμός της Πελοποννήσου, τόσο σε μήκος (112 χλμ.) όσο και σε όγκο νερού, με λεκάνη απορροής 3.600 τ. χλμ. Πηγάζει από τους… … Dictionary of Greek
Αλφειός — Sp Alfijas Ap Αλφειός/Alfeios Sp sen. Alfėjas Ap Αλφειός/Alfeios L u. PV Graikijoje … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Αλφειός — ο ο μεγαλύτερος ποταμός της Πελοποννήσου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
АЛФЕЙ — • Άλφειός, Alpheus, н. Алфео, Руфиа, самая большая река Пелопоннеса, в 16 км длиной. Направление ее течения, по исследованиям Росса и Курциуса, согласующимся в своих результатах с показаниями Павсания (5, 7. 8, 44), следующее: А.… … Реальный словарь классических древностей
Ἀλφειοῖο — Ἀλφειός masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλφειοῦ — Ἀλφειός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλφειέ — Ἀλφειός masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλφειῷ — Ἀλφειός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλφειόν — Ἀλφειός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Alphée (fleuve) — Pour les articles homonymes, voir Alphée. Alphée (Roufia) Barrage sur l Alphée à proximité d Olympie … Wikipédia en Français