Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Ἀγλαίας

См. также в других словарях:

  • Ἀγλαίας — Ἀγλαίᾱς , Ἀγλαία fem acc pl Ἀγλαίᾱς , Ἀγλαία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαίας — ἀγλαΐᾱς , ἀγλαία splendour fem acc pl ἀγλαΐᾱς , ἀγλαία splendour fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αγλαΐας ο Βυζαντινός — (1ος αι. μ.Χ.).Γιατρός ο οποίος έγραψε ένα ιατρικό έργο σε στίχους που μόνο αποσπάσματά του σώζονται. Τιτλοφορείται Προς τας αρχομένας υποχύσεις.Είναι γνωστός και ως Αγλάιος …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Κινηματογράφου Αγλαΐας Μητροπούλου — Ανήκει στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, η οποία, από το 1950 που ιδρύθηκε, είναι ο μοναδικός φορέας που μεριμνά για την αποκατάσταση, τη συντήρηση και την προβολή της ελληνικής και παγκόσμιας κινηματογραφικής κληρονομιάς στην Ελλάδα. Φέρει το όνομα… …   Dictionary of Greek

  • THESAURUS Orchivus — in versu Naevii, Itaque postquam Orchivo traditus thesauro etc. monumentum est, seu sepulchrum hypogeum. Nempe Thesauri Templorum dicebantur, in quibus res sacrae vetustate collapsae reponebantur, erantque, in area Templi, structurâ et fornice… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευφροσύνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις τρεις Χάριτες, αδελφή της Αγλαΐας και της Θάλειας, κόρη του Δία και της Ευρυνόμης ή Αυτονόης. Άλλη παράδοση την αναφέρει ως κόρη της Νύχτας και του Ερέβους. II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. η… …   Dictionary of Greek

  • θάλεια — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις Χάριτες. Ήταν κόρη της Ευρυνόμης ή Ευρυδόμης και του Δία, αδελφή της Ευφροσύνης και της Αγλαΐας. 2. Μία από τις εννέα Μούσες. Θεωρείτο κόρη της Μνημοσύνης και του Δία, προστάτιδα της ευθυμίας. 3. Κόρη… …   Dictionary of Greek

  • λαγαρός — ή, ό θηλ. και ά (AM λαγαρός, ά, όν) 1. χαλαρός, άτονος («καὶ ἡ χέλυς... λαγαροὺς περιβέβληται κύκλους», Φιλόστρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λαγαρά οι λαγόνες, τα μαλακά μέρη τού σώματος που βρίσκονται κάτω από τα πλευρά («τὰ κάτωθεν τῶν… …   Dictionary of Greek

  • Βίας — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αμυθάονα και της Αγλαΐας ή Ειδομένης, αδελφός του μάντη Μελάμποδα. Νυμφεύτηκε την Πηρώ, κόρη του βασιλιά της Πύλου Νηλέα ή μια κόρη του βασιλιά του Άργους και έγινε γενάρχης των Βιαντιδών. 2. Ένας από… …   Dictionary of Greek

  • Θέστωρ — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Απόλλωνα και της Λαοθόης ή της Αγλαΐας και πατέρας του μάντη Κάλχα. Ο Θ. πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία. Σύμφωνα με την παράδοση, οι δύο κόρες του, Θεονόη και Λευκίππη, αιχμαλωτίστηκαν από πειρατές και… …   Dictionary of Greek

  • Νούκας, Στέφανος — (Δράμιστα Βοΐου 1836 – 1931). Έλληνας λόγιος, κληρικός και εκπαιδευτικός. Σε παιδική ηλικία (μόλις 12 ετών) ξενιτεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου σπούδασε και εκάρη μοναχός (αλλάζοντας το κοσμικό του όνομα Στέργιος σε Στέφανος). Φοίτησε στη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»