Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Ἀγίας

См. также в других словарях:

  • Αγίας Άννης, μονή — Ονομασία τεσσάρων μοναστηριών. 1. Σκήτη στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του Άθωνα, η αρχαιότερη και μεγαλύτερη του Aγίου Όρους. Οι μοναχοί της ασχολούνται με την αγιογραφία, τη ραπτική, τη μουσική και την υποδηματοποιία. H εκκλησία της είναι… …   Dictionary of Greek

  • Αγίας Βαρβάρας, δήμος — Ονομασία δύο δήμων. 1. Δήμος (30.562 κάτ.) της νομαρχίας Αθηνών του νομού Αττικής, που περιλαμβάνει τον ομώνυμο οικισμό. 2.Νέος δήμος (5.310 κάτ.) του νομού Ηρακλείου, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην… …   Dictionary of Greek

  • Αγίας Παρασκευής, δήμος — Ονομασία τριών δήμων. 1. Δήμος (56.836 κάτ.) της νομαρχίας Αθηνών του νομού Αττικής, που περιλαμβάνει τον ομώνυμο οικισμό. 2. Νέος δήμος (1.977 κάτ.) του νομού Κοζάνης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην… …   Dictionary of Greek

  • Αγιάς, δήμος — Νέος δήμος (6.458 κάτ.) του νομού Λαρίσης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγιάς, Αετολόφου, Ανάβρας, Γερακαρίου, Ελάφου, Μεγαλοβρύσου, Μεταξοχωρίου, Νερομύλων και Ποταμιάς, οι οποίες καταργήθηκαν …   Dictionary of Greek

  • Αγίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κυκλικός ποιητής από την Τροιζήνα (8ος αι. π.Χ.). Έγραψε, γύρω στο 700 π.Χ. το έπος Νόστοι,με θέμα τις περιπέτειες των Ελλήνων μετά την άλωση της Τροίας. Το έπος αυτό, που δεν διασώθηκε, παρουσίαζε τις ταλαιπωρίες των …   Dictionary of Greek

  • Ἀγίας — Ἀγίᾱς , Ἀγίης masc acc pl (doric) Ἀγίᾱς , Ἀγίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγίας — ἁγίᾱς , ἅγιος devoted to the gods fem acc pl ἁγίᾱς , ἅγιος devoted to the gods fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αγίας Αικατερίνης, μονή — Ονομασία τριών μοναστηριών. 1. Γυναικείο ησυχαστήριο στην Αίγινα. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης. 2. Γυναικείο μοναστήρι στην Κάλυμνο, κοντά στην Πόθια. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Λέρου, Καλύμνου και Αστυπάλαιας. 3.… …   Dictionary of Greek

  • Αγίας Αναστασίας Φαρμακολυτρίας, μονή — Ονομασία δύο μοναστηριών. 1. Ανδρικό μοναστήρι στα ανατολικά της Θεσσαλονίκης. Εξαρτάται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ιδρύθηκε από τη Θεοφανώ, σύζυγο του αυτοκράτορα Λέοντα του Σοφού, το 888. Έπαθε καταστροφές και ξαναχτίστηκε από τον κατοπινό …   Dictionary of Greek

  • Αγίας Βαρβάρας, μονή — Γυναικείο μοναστήρι στη Σύρο. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Σύρου, Τήνου, Άνδρου, Κέας και Μήλου. Στο όνομα της Α.Β. υπάρχει και μοναστηριακό μετόχι στα Μέγαρα. To μετόχι, στο οποίο μονάζουν μοναχές, εξαρτάται από το μοναστήρι του Αγίου Ιερόθεου …   Dictionary of Greek

  • Αγίας Ειρήνης, μονή — Ονομασία τριών μοναστηριών. 1. Γυναικείο μοναστήρι στη Λυκόβρυση της Αττικής. Εξαρτάται από την Εκκλησία των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (Παλαιοημερολογιτών). Είναι γνωστό και με το όνομα Χρυσοβαλάντου. Ιδρύθηκε το 1930. 2. Γυναικείο μοναστήρι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»