-
41 άλωνας
-
42 ἅλωνας
-
43 άλωνες
-
44 ἅλωνες
-
45 άλωνι
-
46 ἅλωνι
-
47 άλωνος
-
48 ἅλωνος
-
49 άλωσι
-
50 ἅλωσι
-
51 άλωσιν
-
52 ἅλωσιν
-
53 αλώνων
-
54 ἁλώνων
-
55 257
{сущ., 2}гумно, т.е. площадка для молотьбы зерна, молотильный ток (Мф. 3:12; Лк. 3:17). LXX: 1637 (ןרֶגֹּ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 257
-
56 μέγας
1 (μέγας, -αν, -άλοι, -άλων; -άλα, -άλας, -άλᾳ, -άλαν, -άλαι, -αλᾶν, -άλαις, -άλας; μέγα, μεγάλῳ, μέγα, μεγάλων, μεγάλα.)a great in size.I of people, animals.τὸν μέγαν πολεμιστὰν ἔκπαγλον Ἀλκυονῆ N. 4.27
ἀρχὸν οἰωνῶν μέγαν αἰετόν I. 6.50
II of things,μέγαν ὄλβον O. 1.56
θό-ρυβον μέγαν O. 10.73
μεγάλας δρυός P. 4.264
“μέγαν ἄλλοθι κλᾶρον ἔχω; Pae. 4.48
]ἐσελθὼν μέγα[ (sc. στέγος, simm.) fr. 169. 18. λιπαρᾶν τε Θηβᾶν μέγαν σκόπελον fr. 196.bI of people, mighty, sovereign † ἄλλοισι δ' ἄλλοι μεγάλοι ( ἐπ' ἄλλοισι coni. byz.) O. 1.113 πατὴρ μέγας (Π: γᾶς codd.: Kronos) O. 2.76 θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας Zeus O. 7.34 σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων Δ. 2.. Ματρὸς μεγάλας fr. 95. 3. μεγάλας θεοῦ Great Mother fr. 96. 1.II of things, greatμεγάλων ἀέθλων ἁγνὰν κρίσιν O. 3.21
μέγαν ὅρκον ὀμόσσαις O. 6.20
θεῶν δ' ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν O. 7.65
μεγάλαν ἀρετὰν O. 8.5
μέγα τοι κλέος αἰεὶ O. 8.10
μεγάλαις ἀρεταῖς O. 11.6
εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν pr. weighty P. 1.87ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89
ὁ μέγας πότμος P. 3.86
σμικρὸς ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις ἔσσομαι P. 3.107
“ μεγαλᾶν πολίων” P. 4.19, P. 5.16 “ μεγάλας Λακεδαίμονος” P. 4.48 “ μεγάλαν προγόνων τιμὰν” P. 4.148 μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν (v. l. μεγάλαν δ' ἀρετὰν) P. 5.98Διός τοι νόος μέγας P. 5.122
ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν ἁβρότατος ἔπι μεγάλας ἐξ ἐλπίδος πέταται (perhaps ἀπὸ κοινοῦ with ἁβρότατος and ἐλπίδος) P. 8.89 “ μεγάλαν δύνασιν” P. 9.30ἀρεταὶ δ' αἰεὶ μεγάλαι πολύμυθοι P. 9.76
θέμεν αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων pr. N. 1.6μεγάλων δ' ἀέθλων N. 1.11
ἐν κορυφαῖς ἀρετᾶν μεγάλαις N. 1.34
ταῖς μεγάλαις Ἀθήναις N. 2.8
Ἀχιλεὺς παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.44
αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν N. 5.14
ἔλπομαι μέγα εἰπὼν σκοποῦ ἄντα τυχεῖν ὥτ' ἀπὸ τόξου ἱείς having made a proud claim N. 6.27ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις N. 6.4
ἀρετὰς ἀποδεικνύμενοι μεγάλας N. 6.47
ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ N. 7.12
παρὰ μέγαν ὀμφαλὸν εὐρυκόλπου μόλεν χθονός N. 7.33
καὶ μέγα ἔργονἐμήσαντ' ὠκέως N. 10.64
μεγάλαι δ' ἀρεταὶ I. 3.4
μή μοι μέγας ἕρπων κάμοι ἐξοπίσω χρόνος ἔμπεδος Pae. 2.26
]ν ἐν Ἄργει μεγάλῳ Δ. 1.. ἀρχὰ μεγάλας ἀρετᾶς fr. 205.ὁ μέγας κίνδυνος O. 1.81
ἔπαθον μεγάλα O. 2.23
ταύταν μεγάλαν ἀυάταν P. 3.24
πεδὰ μέγαν κάματον P. 5.47
ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον N. 1.70
ἐκ μεγάλων δὲ πενθέων λυθέντες I. 8.6
πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Pae. 6.90
τὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν μεγάλᾳ P. 4.75
IV frag. ] ιαντα μεγαν[ fr. 169. 14.2 comp., μείζων. (-ων, -ω; -ονα acc.) greaterκτίσεν δ' ἄλσεα μείζονα θεῶν P. 5.89
δαέντι δὲ καὶ σοφία μείζων ἄδολος τελέθει (pr.: v. von d. Mühll, M. H., 1963, 200) O. 7.53ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει I. 1.63
] κε μεζον θε[ (Π̆{S}: μεγα Π.) P. Oxy. 2445, fr. 6.3 superl., μέγιστος. (-ῳ, -ον, -οι; -αν, -αις; -ον nom., acc., -α acc.)a of people, mightiest πατρὶ μεγίστῳ Zeus O. 10.45, cf. O. 9.61 Δαναῶν ἧσαν μέγιστοι <¯˘¯> the sons of Talaos N. 9.17 σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ fr. 133. 4.b of things, preeminent, foremostἑορταῖς θεῶν μεγίσταις O. 5.5
τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων O. 6.69
τιμὰν μεγίσταν πράγματι παντὶ φέρειν P. 4.278
τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας P. 8.64
τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ τόλμᾳ τε καὶ σθένει P. 10.24
μέγιστον δ' αἰόλῳ ψεύδει γέρας ἀντέταται N. 8.25
ἀστῶν γενεᾷ μέγιστοι κλέος αὔξων pr. I. 7.29 ἔχεν δὲ σπέρμα μέγιστον ἄλοχος (i. e. τοῦ μεγίστου, of Zeus) O. 9.61c fragg. ὁ μέγιστ[ος Πα. 7. a. 3. ] μεγιστων[ fr. 215c. 2. -
57 δράσσομαι
Aἐδραττόμην Ar.Ra. 545
: [tense] fut.δράξομαι APl.4.275.10
(Posidipp.), LXXNu.5.26: [tense] aor. , etc.: [tense] pf. δέδραγμαι, 2 pers. , part.δεδραγμένος Il.13.393
:—the [voice] Act., δράσσω only in Poll.3.155, EM285.43, prob. in PLond.3.1170v113 (iii A. D.), cf. δράξαι· κρατῆσαι, Hsch.: (cf. δράξ, δράγμα, δραχμή):— grasp with the hand, c. gen. rei, κόνιος δεδραγμένος αἱματοέσσης clutching handfuls of gory dust, Il. l. c.: metaph.,ἐλπίδος δεδραγμένος S.Ant. 235
(vv. ll. πεπρ-, πεφρ-), cf. Plb.36.15.7; δραξάμενοι τῶν ἁλῶν taking a handful of salt, Pl. l. c., etc.2 lay hold of,τί μου δέδραξαι χερσί; E.Tr. 750
; δραξάμενος φάρυγος having seized [them] by the throat, Theoc.24.28, cf. 25.145, POxy.1298.10 (iv A. D.): metaph.,δράξασθαι καιροῦ D.S.12.67
; μείζονος οἴκου (i.e. by marriage), Call.Epigr.1.14;μεγάλης ἀπήνης AP 11.238
(Demod.);τᾶς κραδίας Theoc.30.9
; [ὧν χρ]ὴ δράξασθαι τὸ στόμα sounds the mouth has to grip, i.e. make, dub. in Phld.Po. 2.41.II c. acc., take by handfuls,ταύτας [τὰς μνέας] δ. Hdt.3.13
; also, catch,τοὺς σοφοὺς ἐν τῇ πανουργίᾳ αὐτῶν 1 Ep.Cor.3.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δράσσομαι
-
58 θρόμβος
A lump, Hdt.1.179; clot of blood, A. Ch. 533, al., Pl.Criti. 120a, etc.;χολῆς Hp.Morb.2.75
; of milk, curd, αἰγῶν ἀπόρρους θ. Antiph.52.8; θρόμβοι ἁλῶν coarse salt, Suid.2 nipple, PLond.1821.42.II θ.· ὑψηλὸς τόπος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρόμβος
-
59 κόγχος
A = κόγχη 1, A.Fr.34, Epich. 42.9, Crates Theb.7; κόγχων (gen. pl.) Arist.HA 528a24 (but κόγχαι ib.22).2 = κόγχη 1.2, shell-full,κ. ἁλῶν Phryn.Com.49
, cf. Dsc. 1.30.1 upper part of the skull, Lyc.1105.2 boss of a shield, Plb.l.c. -
60 μέδιμνος
μέδιμν-ος, ὁ, Hdt.7.187, etc.; ἡ, only v.l. in Id.1.192:—a corn-measure, Hes.Fr.160.3; μ. Ἀττικός, Σικελικός, Hdt. 1.192, Plb.2.15.1;Aσιτηρός IG22.1013.27
; [σῖτον] κατὰ μέδιμνον συνωνούμενοι Lys.22.12
;μεδίμνῳ ἀπομετρήσασθαι ἀργύριον X.HG3.2.27
; ὁ γὰρ νόμος.. κωλύει παιδὶ μὴ ἐξεῖναι συμβάλλειν μηδὲ γυναικὶ πέρα μεδίμνου κριθῶν to make a contract for value exceeding a medimnus, Is.10.10: hence, οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι, i. e. he is no better than a woman, Ar.Ec. 1025, cf. Sch.ad loc.; τῶν ἁλῶν μ., v. ἅλς (A).II in Magna Graecia, = κρουνός 4, pipe of a fountain, D.S.12.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέδιμνος
См. также в других словарях:
άλων — ἅλων ( ωνος), η (Α) 1. (ιδιαίτερα στις πλάγιες πτώσεις) ἅλως* αλώνι 2. (στον πληθ. το «αλώνι» τού φεγγαριού (βλ. άλως). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε υποχωρητικά από τη μτγν. γενική ἅλωνος τού αττικόκλιτου ουσ. ἅλως, ο (βλ. και αλωή). ΠΑΡ. ἁλώνιον. ΣΥΝΘ … Dictionary of Greek
ἅλων — plantation fem nom/voc sg ἅλως threshing floor fem gen pl (attic epic ionic) ἅλω̆ν , ἅλως threshing floor fem acc sg (attic epic ionic) ἅ̱λων , ἁλίσκομαι to be taken aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἅ̱λων , ἁλίσκομαι to be taken aor ind act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅλων' — ἅλωνα , ἅλων plantation fem acc sg ἅλωνι , ἅλων plantation fem dat sg ἅλωνε , ἅλων plantation fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλῶν μέδιμνον ἀποφαγών. — ἁλῶν μέδιμνον ἀποφαγών. См. Человека узнаешь, когда с ним пуд соли съешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀλῶν — Ἄλης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλῶν — ἄλη wandering fem gen pl ἀλέω grind pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἀλόω pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀλόω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀλόω pres part act masc nom sg ἀλόω pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλῶν — Ἅλη fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλῶν — ἅλς salt masc/fem gen pl ἁλή salt works fem gen pl ἁ̱λῶν , ἁλής thronged masc/fem/neut gen pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άλων λιμάνι — Παλιά ονομασία του μυχού του Πειραιά, κοντά στις τοποθεσίες Αλαί, απ’ όπου προέρχεται και το όνομα Αλίπεδον και Αλμυρίς. Η άποψη όμως αυτή γύρω από τη θέση του λιμανιού αμφισβητείται, γιατί είναι γνωστό ότι o μυχός του Πειραιά λεγόταν από τους… … Dictionary of Greek
ἁλώνων — ἅλων plantation fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅλωνα — ἅλων plantation fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)