Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δράττομαι

См. также в других словарях:

  • δράττομαι — (λόγιο ρ. στην έκφρ. δράττομαι [επωφελούμαι] της ευκαιρίας) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δράττομαι — (AM δράττομαι και δράσσομαι και δράζομαι και σπαν. δράττω) 1. πιάνω κάτι σφιχτά με το χέρι μου, χουφτώνω 2. συλλαμβάνω με δύναμη, αρπάζω νεοελλ. μτφ. επωφελούμαι, εκμεταλλεύομαι («δράττομαι τής ευκαιρίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δράσσομαι (αττ.… …   Dictionary of Greek

  • δράττομαι — δράσσομαι grasp pres ind mp 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δραχμή — Αργυρό νόμισμα που αποτελούσε τη βάση του νομισματικού συστήματος στην αρχαία Ελλάδα. Δ. έκοβαν οι πόλεις της κυρίως Ελλάδας και οι ελληνικές αποικίες από το δεύτερο μισό του 7ου αι. π.Χ. Το βάρος της διέφερε ανάλογα με το σύστημα σταθμών που… …   Dictionary of Greek

  • держать — держу, держишь, укр. держати, ст. слав. дръжѫ κατέχω, κρατέω, болг. държа, сербохорв. др̀жати, словен. držati, чеш. držeti, слвц. držat , польск. dzierżyc, в. луж. džeržec, н. луж. zaržas. Сравнивается с авест. dražaitē, инф. drāǰaŋhe держать,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • αδράχνω — και αδράζω και δράχνω 1. αρπάζω, γραπώνω, πιάνω κάτι βίαια 2. (για φωτιά) περικαίω, καψαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ προθετ. + αρχ. δράττομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. άδραγμα, αδραξιά, αδραχτά, αδράχτης ΙΙ, αδράχτια ΙΙ, αδραχτικός] …   Dictionary of Greek

  • δράγμα — ( ατος), το (AM δράγμα, το Μ και δράγμα και δράμα, η) [δράττομαι] η ποσότητα που μπορεί κάποιος να κρατήσει στο χέρι του, «φούχτα», χεροβολιά, δραξιά μσν. μικρή, ελάχιστη ποσότητα αρχ. 1. δέμα, δεμάτι 2. αθέριστο σιτάρι, σπαρτό 3. οι πρώτοι… …   Dictionary of Greek

  • δράσσω — βλ. δράττομαι …   Dictionary of Greek

  • δραγμή — δραγμή, η (AM) [δράττομαι] 1. δρόγμα, δεμάτι 2. δραχμή …   Dictionary of Greek

  • δραγμός — Αρχαία πόλη της Κρήτης στην ανατολική περιοχή του νησιού, που ορισμένοι ταυτίζουν με το Γράμμιον. Βρισκόταν ανάμεσα στις πόλεις Πραισός και Ίτανος και ασκούσε απόλυτο έλεγχο στο Δικταίο ιερό, από το οποίο απολάμβανε τα οικονομικά οφέλη. Κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • καταδράσσομαι — (Α) 1. δράττομαι ισχυρά, αδράχνω 2. αντιλαμβάνομαι, εννοώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δράσσομαι «πιάνω σφιχτά»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»