-
1 δραττομαι
-
2 δράττομαι
δράσσομαιgrasp: pres ind mp 1st sg (attic) -
3 δια-δράττομαι
δια-δράττομαι, τινός, anfassen, greifen, Pol. 1, 58.
-
4 ἀντι-δράττομαι
ἀντι-δράττομαι, anfassen, Themist. or. 32.
-
5 κατα-δράσσομαι
κατα-δράσσομαι, att. - δράττομαι, ergreifen, Sp.
-
6 δράσσω
δράσσω, att. δράττω; Poll. 3, 155; E. M.; sonst erst bei sehr Späten. – Gew. med. δράττομαι, zusammenfassen, ergreifen, bes. so viel man mit der Hand (s. δραγμίς) fassen kann; Homer zweimal, von Sterbenden, welche in die Erde greifen, Iliad. 13, 393. 16, 486 ἃς ὁ πρόσϑ' ἵππων καὶ δίφρου κεῖτο τανυσϑείς, βεβρυχώς, κόνιος δεδραγμένος αἱματοέσσης; – ἐλπίδος δεδραγμένος, an der Hoffnung festhaltend, Soph. Ant. 235; τῶν ἁλῶν, eine Handvoll Salz nehmen, Plat. Lys. 209 e; τί μου δέδραξαι χερσὶ κἀντέχει πέπλων Eur. Tr. 745; δραξάμενος αὐτοῠ τῶν τριχῶν Plut. Alex. 74, u. Sp., z. B. καιροῦ D. Sic. 12, 67, die Gelegenheit ergreifen. Auch mit dem acc., Her. 3, 13; κόνιν Qu. Sm. 1, 350; LXX.
-
7 ἐπι-δράσσομαι
ἐπι-δράσσομαι, att. - δράττομαι, angreifen, anfassen, τινός, z. B. λιβανωτοῦ Plut. Alex. 25, öfter; παντὸς πολιτεύματος, sich aneignen, an seni 18; τί, Alciphr. 3, 60. – Auch übertr., mit dem Geiste ergreifen, Plut.
-
8 δρασσομαι
атт. δράττομαι (fut. δράξομαι, aor. ἐδραξάμην, pf. δέδραγμαι) хватать, схватывать(τινος Hom., Arph., Plat. и τινος χερσί Eur.; τινος τῆς κόμης или τῶν τριχῶν Plut. и φάρυγος Theocr.; редко τι Her.)
τῆς ἐλπίδος δεδραγμένος Soph. — окрыленный надеждой -
9 ευκαιρία
η1) удобный случай; удобный момент; благоприятная возможность; оказия;δράττομαι ( — или επωφελούμαι) της ευκαιρίας — или χρησιμοποιώ την ευκαιρία — воспользоваться удобным случаем;
μου δίδεται η ευκαιρία — мне представляется удобный случай;
βρίσκω ευκαιρία — пользоваться удобным случаем;
αν παρουσιαστεί ευκαιρία — или ευκαιρίας δοθείσης ( — или τυχούσης) — если представится удобный случай;
2) свободное время, досуг;§ είς πρώτην ευκαιρίαν — при первой возможности;
με πρώτη ευκαιρία — при первом удобном случае; — с первой оказией;
αγοράζω σε τιμή ευκαιρίας — дёшево купить, купить по случаю;
με την ευκαιρία, επ' ευκαιρία — или επί τη ευκαιρία — по случаю чего-л.; — в связи с чём-л.;
με την ευκαιρία της επετείου — по случаю годовщины;
επ' ευκαιρία της μεταβάσεως του — в связи с его переездом
-
10 δράσσομαι
Aἐδραττόμην Ar.Ra. 545
: [tense] fut.δράξομαι APl.4.275.10
(Posidipp.), LXXNu.5.26: [tense] aor. , etc.: [tense] pf. δέδραγμαι, 2 pers. , part.δεδραγμένος Il.13.393
:—the [voice] Act., δράσσω only in Poll.3.155, EM285.43, prob. in PLond.3.1170v113 (iii A. D.), cf. δράξαι· κρατῆσαι, Hsch.: (cf. δράξ, δράγμα, δραχμή):— grasp with the hand, c. gen. rei, κόνιος δεδραγμένος αἱματοέσσης clutching handfuls of gory dust, Il. l. c.: metaph.,ἐλπίδος δεδραγμένος S.Ant. 235
(vv. ll. πεπρ-, πεφρ-), cf. Plb.36.15.7; δραξάμενοι τῶν ἁλῶν taking a handful of salt, Pl. l. c., etc.2 lay hold of,τί μου δέδραξαι χερσί; E.Tr. 750
; δραξάμενος φάρυγος having seized [them] by the throat, Theoc.24.28, cf. 25.145, POxy.1298.10 (iv A. D.): metaph.,δράξασθαι καιροῦ D.S.12.67
; μείζονος οἴκου (i.e. by marriage), Call.Epigr.1.14;μεγάλης ἀπήνης AP 11.238
(Demod.);τᾶς κραδίας Theoc.30.9
; [ὧν χρ]ὴ δράξασθαι τὸ στόμα sounds the mouth has to grip, i.e. make, dub. in Phld.Po. 2.41.II c. acc., take by handfuls,ταύτας [τὰς μνέας] δ. Hdt.3.13
; also, catch,τοὺς σοφοὺς ἐν τῇ πανουργίᾳ αὐτῶν 1 Ep.Cor.3.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δράσσομαι
-
11 ἀντιδράττομαι
-
12 διαδράττομαι
δια-δράττομαι, τινός, anfassen, greifen -
13 δράσσομαι
Grammatical information: v.Meaning: `grasp, take handfulls' (Il., Ion.-Att.).Derivatives: δράγμα `handfull, esp. of (stalk of) corn' (Il.; cf. Porzig Satzinhalte 241) with δραγμεύω `collect sheaves' (Σ 555) as from δραγμός (E. Kyk. 170) for metrically impossible δραγματεύω (Eust. 1162, 17); - also δραγμίς `small handfull' (Hp. Morb. 2, 55 v. l. of δραχμίς), δραγμή `id.' (EM); δραχμη s. v.; δράγδην `grasping with the hand' (Plu., Q. S.). - Retrograde δράξ, - κός f. `handfull' (LXX); with metathesis δάρκες δέσμαι H. - δραγατεύω ( δραξών) s. v. - Unclear δρακτόν `small vase' (inscr.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Jot-present from *δρακ- or *δράχ-ι̯ομαι, with generalized zero grade. No relatives known (one considered Arm. trc`-ak `Reisigbündel' (Petersson KZ 47, 265); orig. final -c` will continue a combination of velars; between t- and r (evtl. between r and c`) an IE ē or ō (PArm. i or u) must have disappeared. OCS po-dragъ `edge, border of cloth' is very uncertain. See Bq s. v. - See on δραχμη.Page in Frisk: 1,415Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δράσσομαι
См. также в других словарях:
δράττομαι — (λόγιο ρ. στην έκφρ. δράττομαι [επωφελούμαι] της ευκαιρίας) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δράττομαι — (AM δράττομαι και δράσσομαι και δράζομαι και σπαν. δράττω) 1. πιάνω κάτι σφιχτά με το χέρι μου, χουφτώνω 2. συλλαμβάνω με δύναμη, αρπάζω νεοελλ. μτφ. επωφελούμαι, εκμεταλλεύομαι («δράττομαι τής ευκαιρίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δράσσομαι (αττ.… … Dictionary of Greek
δράττομαι — δράσσομαι grasp pres ind mp 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραχμή — Αργυρό νόμισμα που αποτελούσε τη βάση του νομισματικού συστήματος στην αρχαία Ελλάδα. Δ. έκοβαν οι πόλεις της κυρίως Ελλάδας και οι ελληνικές αποικίες από το δεύτερο μισό του 7ου αι. π.Χ. Το βάρος της διέφερε ανάλογα με το σύστημα σταθμών που… … Dictionary of Greek
держать — держу, держишь, укр. держати, ст. слав. дръжѫ κατέχω, κρατέω, болг. държа, сербохорв. др̀жати, словен. držati, чеш. držeti, слвц. držat , польск. dzierżyc, в. луж. džeržec, н. луж. zaržas. Сравнивается с авест. dražaitē, инф. drāǰaŋhe держать,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αδράχνω — και αδράζω και δράχνω 1. αρπάζω, γραπώνω, πιάνω κάτι βίαια 2. (για φωτιά) περικαίω, καψαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ προθετ. + αρχ. δράττομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. άδραγμα, αδραξιά, αδραχτά, αδράχτης ΙΙ, αδράχτια ΙΙ, αδραχτικός] … Dictionary of Greek
δράγμα — ( ατος), το (AM δράγμα, το Μ και δράγμα και δράμα, η) [δράττομαι] η ποσότητα που μπορεί κάποιος να κρατήσει στο χέρι του, «φούχτα», χεροβολιά, δραξιά μσν. μικρή, ελάχιστη ποσότητα αρχ. 1. δέμα, δεμάτι 2. αθέριστο σιτάρι, σπαρτό 3. οι πρώτοι… … Dictionary of Greek
δράσσω — βλ. δράττομαι … Dictionary of Greek
δραγμή — δραγμή, η (AM) [δράττομαι] 1. δρόγμα, δεμάτι 2. δραχμή … Dictionary of Greek
δραγμός — Αρχαία πόλη της Κρήτης στην ανατολική περιοχή του νησιού, που ορισμένοι ταυτίζουν με το Γράμμιον. Βρισκόταν ανάμεσα στις πόλεις Πραισός και Ίτανος και ασκούσε απόλυτο έλεγχο στο Δικταίο ιερό, από το οποίο απολάμβανε τα οικονομικά οφέλη. Κατά τον… … Dictionary of Greek
καταδράσσομαι — (Α) 1. δράττομαι ισχυρά, αδράχνω 2. αντιλαμβάνομαι, εννοώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δράσσομαι «πιάνω σφιχτά»] … Dictionary of Greek