-
1 εδραξάμην
-
2 ἐδραξάμην
-
3 δρασσομαι
атт. δράττομαι (fut. δράξομαι, aor. ἐδραξάμην, pf. δέδραγμαι) хватать, схватывать(τινος Hom., Arph., Plat. и τινος χερσί Eur.; τινος τῆς κόμης или τῶν τριχῶν Plut. и φάρυγος Theocr.; редко τι Her.)
τῆς ἐλπίδος δεδραγμένος Soph. — окрыленный надеждой -
4 δράσσω
δράσσομαι (αόρ. εδραξα и εδραξάμην) μετ.1) схватывать, хватать; 2) пользоваться (чём-л.);δράσσω της ευκαιρίας να... — пользоваться случаем, чтобы...
-
5 δράσσομαι
Aἐδραττόμην Ar.Ra. 545
: [tense] fut.δράξομαι APl.4.275.10
(Posidipp.), LXXNu.5.26: [tense] aor. , etc.: [tense] pf. δέδραγμαι, 2 pers. , part.δεδραγμένος Il.13.393
:—the [voice] Act., δράσσω only in Poll.3.155, EM285.43, prob. in PLond.3.1170v113 (iii A. D.), cf. δράξαι· κρατῆσαι, Hsch.: (cf. δράξ, δράγμα, δραχμή):— grasp with the hand, c. gen. rei, κόνιος δεδραγμένος αἱματοέσσης clutching handfuls of gory dust, Il. l. c.: metaph.,ἐλπίδος δεδραγμένος S.Ant. 235
(vv. ll. πεπρ-, πεφρ-), cf. Plb.36.15.7; δραξάμενοι τῶν ἁλῶν taking a handful of salt, Pl. l. c., etc.2 lay hold of,τί μου δέδραξαι χερσί; E.Tr. 750
; δραξάμενος φάρυγος having seized [them] by the throat, Theoc.24.28, cf. 25.145, POxy.1298.10 (iv A. D.): metaph.,δράξασθαι καιροῦ D.S.12.67
; μείζονος οἴκου (i.e. by marriage), Call.Epigr.1.14;μεγάλης ἀπήνης AP 11.238
(Demod.);τᾶς κραδίας Theoc.30.9
; [ὧν χρ]ὴ δράξασθαι τὸ στόμα sounds the mouth has to grip, i.e. make, dub. in Phld.Po. 2.41.II c. acc., take by handfuls,ταύτας [τὰς μνέας] δ. Hdt.3.13
; also, catch,τοὺς σοφοὺς ἐν τῇ πανουργίᾳ αὐτῶν 1 Ep.Cor.3.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δράσσομαι
-
6 δράσσομαι
δράσσομαι fut. δράξομαι; 1 aor. ἐδραξάμην (cp. δράξ, δραχμή; Hom. et al.; Aberciusins. 14; BGU 1816, 17 [60/59 A.D.]; POxy 1298, 10; LXX; Jos., Bell. 3, 385, Ant. 14, 425) lit. to take by the handful, grasp by the hand, hence catch, seize (w. acc.: Dionys. Hal. 9, 21, 4; Lev 2:2; 5:12; Num 5:26) τινά someone 1 Cor 3:19.—DELG. M-M.
См. также в других словарях:
ἐδραξάμην — δράσσομαι grasp aor ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)