-
1 θρομβ-ώδης
θρομβ-ώδης, ες, zu Klumpen geronnen; ἀφροί Soph. Tr. 699; σπέρματα Arist. H. A. 7, 1; Hippocr.
-
2 θρομβεῖον
θρομβ-εῖον, [dialect] Ion. [suff] θρομβ-ήϊον, τό, Dim. of θρόμβος, Nic.Al. 295:—also [suff] θρομβ-ίον, τό, Dsc.Alex.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρομβεῖον
-
3 θρόμβος
A lump, Hdt.1.179; clot of blood, A. Ch. 533, al., Pl.Criti. 120a, etc.;χολῆς Hp.Morb.2.75
; of milk, curd, αἰγῶν ἀπόρρους θ. Antiph.52.8; θρόμβοι ἁλῶν coarse salt, Suid.2 nipple, PLond.1821.42.II θ.· ὑψηλὸς τόπος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρόμβος
-
4 θρομβώδης
θρομβ-ώδης, ες,=Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρομβώδης
-
5 θρόμβωσις
A becoming curdled,αἵματος καὶ γάλακτος Dsc.5.13
;αἵματος Antyll.
ap. Orib.7.7.9, cf. Gal.8.408, Lyd.Mens.4.116.2 blocked vein, thrombosis, Cael.Aur.TP4.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρόμβωσις
-
6 θρομβώδης
θρομβ-ώδης, ες, zu Klumpen geronnen -
7 θρομβωδης
См. также в других словарях:
θρομβάση — η χημ. η θρομβίνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrombase < thromb (πρβλ. θρόμβ ος) + ase] … Dictionary of Greek
θρομβίνη — Ένζυμο που ανήκει στην κατηγορία των πρωτεασών και αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα πήξης του αίματος. H θ. σχηματίζεται από την ανενεργή προθρομβίνη του ήπατος, που ενεργοποιείται με τη συνδυασμένη ενέργεια της θρομβοκινάσης του αίματος, του … Dictionary of Greek