-
61 θεσφατος
-
62 μυληφατος
-
63 νεηφατος
-
64 οδυνηφατος
-
65 παλαιφατος
-
66 πολυφατος
-
67 προσφατος
21) свежий(νεκρός Her.; ζῷα Diod.; καρποί Arst.; χιών Polyb.; ὕδωρ Plut.)
τῆς ὀργῆς οὔσης προσφάτου Lys. — когда гнев еще не остыл2) недавний, новый(δίκαι Aesch.; ἐπιστολαί Soph.; μάρτυρες Arst.; ὁδός NT.)
3) молодой, неопытный(π. καὴ καινός τινι Plut.)
-
68 προφατος
-
69 πυρηφατος
-
70 πυριφατος
-
71 υπερφατος
-
72 δουρίφατος
δουρί-φᾰτος, ον,A slain by the spear, Opp.H.4.556.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δουρίφατος
-
73 δύσφατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσφατος
-
74 θεόφατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεόφατος
-
75 νεήφατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεήφατος
-
76 νεόφατος
νεό-φᾰτος, ον,A lately slain, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεόφατος
-
77 νοητός
A falling within the province of νοῦς, mental, opp. φατός, ὁρατός, Parm.8.8, Pl.R. 509d, al.;ν. καὶ ἀσώματα εἴδη Id.Sph. 246b
;ν. ζῷα Id.Ti. 30c
;ν. κόσμος Ph.1.5
, etc.; opp. αἰσθητός, Arist.EN 1174b34, Phld.Piet.81, Plu.2.1114d, D.L.3.10. Adv. -τῶς, opp. αἰσθητῶς, Plot.4.8.6, cf. Ph.1.467, Iamb.Myst.8.6. -
78 παλαίφατος
I spoken long ago,ἦ μάλα δή με π. θέσφαθ' ἱκάνει Od.9.507
, cf. Pi.O.2.40, S.OC 454; π. λόγος, ἀραί, A.Ag. 750 (lyr.), Th. 766 (lyr.).II spoken of long ago, legendary, δρῦς π. an oak of ancient story, Od.19.163 (vv. ll. παλαίφαγος, παλαίφυτος, cf. Hsch.).2 of ancient fame, made known or declared of old,γενεά Pi.N.6.31
; (lyr.); (lyr.); ; Ἀχάρναι δὲ παλαίφατον εὐάνορες Acharnae was brave of old time, Pi.N.2.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλαίφατος
-
79 πολύφατος
A much spoken of, famous,ἀγῶνες Pi.P.11.47
; π. ὕμνος excellent, noble strain, Id.O.1.8, cf. N.7.81.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύφατος
-
80 πυρήφατος
A like μυλήφατος, π. Δάματρος λάτρις wheat-pounding servant of Demeter, i.e. a millstone, AP7.394 (Phil., πυρηφάτου cod.P).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρήφατος
См. также в других словарях:
φατός — spoken masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φατός — (I) ή, όν, Α 1. αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος 2. αυτός για τον οποίο πρέπει ή μπορεί να γίνει λόγος («τὸ μήτε φατὸν μήτε ῥητὸν κάλλος», Πλούτ.) 3. μτφ. περίφημος, ξακουστός. επίρρ... φατῶς Α ρητώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰ τής συνεσταλμένης… … Dictionary of Greek
φατά — φατός spoken neut nom/voc/acc pl φατά̱ , φατός spoken fem nom/voc/acc dual φατά̱ , φατός spoken fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φατόν — φατός spoken masc acc sg φατός spoken neut nom/voc/acc sg φατον , φημί Spir. Prooem. pres ind act 2nd dual φατον , φημί Spir. Prooem. pres ind act 3rd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαταί — φατός spoken fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φατοί — φατός spoken masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φατέ — φατός spoken masc voc sg φατε , φημί Spir. Prooem. pres ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαθ' — φατά , φατός spoken neut nom/voc/acc pl φατά̱ , φατός spoken fem nom/voc/acc dual φατά̱ , φατός spoken fem nom/voc sg (doric aeolic) φατέ , φατός spoken masc voc sg φαταί , φατός spoken fem nom/voc pl φᾱτι , φημί Spir. Prooem. pres ind act 3rd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φατ' — φατά , φατός spoken neut nom/voc/acc pl φατά̱ , φατός spoken fem nom/voc/acc dual φατά̱ , φατός spoken fem nom/voc sg (doric aeolic) φατέ , φατός spoken masc voc sg φαταί , φατός spoken fem nom/voc pl φᾱτι , φημί Spir. Prooem. pres ind act 3rd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέσφατος — η, ο (Α θέσφατος, ον) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά θέσφατα οι θείες εντολές ή προφητείες, οι χρησμοί αρχ. 1. αυτός που έχει εξαγγελθεί, που έχει λεχθεί από τον θεό, μοιραίος 2. ο σταλμένος από τον θεό, ο θείος 3. φρ. «θέσφατόν ἐστι» είναι ορισμένο … Dictionary of Greek
οδυνήφατος — ὀδυνήφατος, ον (Α) αυτός που φονεύει την οδύνη, που απαλλάσσει κάποιον από τον πόνο («ὀδυνήφατα φάρμακα πάσσων ἠκέσατο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδύνη + φατος (< *φατός < θείνω* «σκοτώνω»), πρβλ. δουρί φατος, πυρί φατος. Το σύνθετο αυτό… … Dictionary of Greek