-
1 μυληφατος
-
2 μυλήφατος
μυλήφατοςbruised in a mill: masc /fem nom sg -
3 μυλήφατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυλήφατος
-
4 μυλήφατος
μυλή-φατος ( φένω): crushed in a mill, ground, Od. 2.355†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μυλήφατος
-
5 μυλήφατος
μυλή-φατος, von der Mühle zermalmt, zermahlen -
6 μυλήφατον
μυλήφατοςbruised in a mill: masc /fem acc sgμυλήφατοςbruised in a mill: neut nom /voc /acc sg -
7 μυληφάτου
μυλήφατοςbruised in a mill: masc /fem /neut gen sg -
8 πῡρη-φάτος
πῡρη-φάτος, Weizen tödtend, λάτρις Δήμητρος, Philp. 76 (VII, 394), vom Mühlsteine, nach μυλήφατος gebildet.
-
9 μυλό-κλαστος
μυλό-κλαστος, auf der Mühle zerbrochen, geschroten oder gemahlen, Erkl. von μυλήφατος, Hesych.
-
10 ΦΈΝΩ
ΦΈΝΩ, tödten, ungebr. Stammform, wovon φόνος und einige Zusammensetzungen des adj. verb. φατός, wie Ἀρείφατος, μυλήφατος, όδυνήφατος. – Dazu gehört der epische aor. ἔπεφνον, ich tödtete, oft bei Hom., mit u. ohne Augment; πεφνέμεν Il. 6, 180; das part. πεφνόντα hat Bekker Il. 16, 827, bei Wolf πέφνοντα (17, 539 καταπεφνών). Ein praes. πέφνω haben erst spätere Dichter, wie Opp. Hal. 2, 133. – Perf. πέφαμαι, von welchem Hom. πέφαται, Il. 17, 689, πέφανται, Il. 5, 531. 15, 563 (s. auch φαίνω), u. den inf. πεφάσϑαι braucht. – Fut. πεφήσομαι, πεφήσεαι, Il. 13, 829 Od. 22, 217.
-
11 μυλόκλαστος
μῠλό-κλαστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυλόκλαστος
-
12 πυρήφατος
A like μυλήφατος, π. Δάματρος λάτρις wheat-pounding servant of Demeter, i.e. a millstone, AP7.394 (Phil., πυρηφάτου cod.P).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρήφατος
См. также в других словарях:
μυλήφατος — μυλήφατος, ον (ΑΜ) αλεσμένος στον μύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + φατος (< θείνω «φονεύω» για την εναλλαγή θ / φ βλ. λ. θείνω), πρβλ. αρηΐ φατος, δουρί φατος] … Dictionary of Greek
μυλήφατος — bruised in a mill masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλήφατον — μυλήφατος bruised in a mill masc/fem acc sg μυλήφατος bruised in a mill neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυληφάτου — μυλήφατος bruised in a mill masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυλόκλαστος — μυλόκλαστος, ον (Α) γλώσσα τού Ησύχ. στη λ. μυλήφατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κλαστος (< κλάω / ῶ «σπάω»), πρβλ. μεσό κλαστος] … Dictionary of Greek
μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε … Dictionary of Greek