-
1 κλιτος
-
2 κλίτος
κλίτος οнеф – продольная часть христианского храма (типа «базилика»), обычно расчлененного колоннадой или аркадой на главный, более широкий и высокий неф, и боковые нефы (по одному или более):Этим.< дргр. κλιτύς «скат, склон, холм». Слово «неф» из французского языка и происходит от лат. navis «корабль» (базилика по своей форме напоминает корабль) -
3 κλιτός
η, ό[ν]1) грам, склоняемый; спрягаемый; 2) согнутый, согбенный -
4 ακλιτος
-
5 ανακλιτος
-
6 αποκλιτος
-
7 ετεροκλιτος
2грам. разносклоняемый или разноспрягаемый (т.е. меняющий в склонении или в спряжении основу: напр., θρίξ - τριχός, Ζεύς - Διός) -
8 δρόμος
δρόμος οсм. κλίτος
См. также в других словарях:
κλίτος — cliff neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίτος — Καθένας από τους τρεις ή πέντε διαδρόμους στους οποίους διαιρούνται με ενδιάμεσες κιονοστοιχίες οι παλιοί χριστιανικοί ναοί και ιδιαίτερα οι βασιλικές. Με τον όρο αυτό, εξάλλου, χαρακτηρίζεται στην τοπογραφία η κλίση τμήματος εδάφους. * * * (I)… … Dictionary of Greek
κλιτός — Καθένας από τους τρεις ή πέντε διαδρόμους στους οποίους διαιρούνται με ενδιάμεσες κιονοστοιχίες οι παλιοί χριστιανικοί ναοί και ιδιαίτερα οι βασιλικές. Με τον όρο αυτό, εξάλλου, χαρακτηρίζεται στην τοπογραφία η κλίση τμήματος εδάφους. * * * ή, ό… … Dictionary of Greek
κλίτος — το ους 1. κατωφέρεια, κατηφοριά. 2. καθεμιά από τις τρεις ή πέντε κατά μήκος διαιρέσεις των χριστιανικών ναών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλιτός — ή, ό αυτός που κλίνεται: Πόσα είναι τα κλιτά μέρη του λόγου; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλίτει — κλίτος cliff neut nom/voc/acc dual (attic epic) κλίτεϊ , κλίτος cliff neut dat sg (epic ionic) κλίτος cliff neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίτη — κλίτος cliff neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κλίτος cliff neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιτῶν — κλίτος cliff neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίτεα — κλίτος cliff neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίτεσι — κλίτος cliff neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίτεσιν — κλίτος cliff neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)