-
1 αποκλιτος
См. также в других словарях:
απόκλιτος — ἀπόκλιτος, ον (Α) [αποκλίνω] αυτός που κλίνει προς τη δύση … Dictionary of Greek
ἀποκλίτους — ἀπόκλιτος declining masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αποκλιτος
απόκλιτος — ἀπόκλιτος, ον (Α) [αποκλίνω] αυτός που κλίνει προς τη δύση … Dictionary of Greek
ἀποκλίτους — ἀπόκλιτος declining masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)