-
1 κλίτος
κλίτοςcliff: neut nom /voc /acc sg -
2 κλίτος
-
3 κλῖτος
-
4 κλίτος
-ους τό N 3 38-2-5-2-0=47 Ex 25,12(ter).14.18side Ex 26,18Cf. DORIVAL 1994, 556; HARL 1987=1992a 119(Ex 25,12); LE BOULLUEC 1989 255-256. 276-278;WEVERS 1990, 397 -
5 κλίτει
κλίτοςcliff: neut nom /voc /acc dual (attic epic)κλίτεϊ, κλίτοςcliff: neut dat sg (epic ionic)κλίτοςcliff: neut dat sg -
6 κλίτη
κλίτοςcliff: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)κλίτοςcliff: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic) -
7 κλίτεα
κλίτοςcliff: neut nom /voc /acc pl (epic ionic) -
8 κλίτεσι
κλίτοςcliff: neut dat pl -
9 κλίτεσιν
κλίτοςcliff: neut dat pl -
10 κλίτους
κλίτοςcliff: neut gen sg (attic epic doric) -
11 κλιτών
-
12 κλιτῶν
-
13 κλίτα
κλίτᾱ, κλίτοςcliff: neut nom /voc /acc pl (doric aeolic) -
14 δύσκλιτος
δύσ-κλῐτος, ον,A hard to inflect, irregular, δ. ῥήματα, title of work by Eulogius, EM809.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσκλιτος
-
15 κατάκλιτος
κατά-κλῐτος, ον, perh.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάκλιτος
-
16 κλεῖτος
A s.v. κλειτή; [full] κλῆτος, Suid.------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλεῖτος
-
17 μονόκλιτος
μονό-κλῐτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονόκλιτος
-
18 ἀμετάκλιτος
ἀμετά-κλιτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμετάκλιτος
-
19 ἀνάκλιτος
ἀνά-κλῐτος, ον,A forreclining,δίφρος Hp.Superf.8
, Aret.CA1.4; θρόνος, = ἀνακλιντήριον, Plu.Rom.26;τὰ ἀνάκλιτα Ps.-Callisth.3.22
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάκλιτος
-
20 ἀνέκκλιτος
ἀνέκ-κλῐτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνέκκλιτος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κλίτος — cliff neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίτος — Καθένας από τους τρεις ή πέντε διαδρόμους στους οποίους διαιρούνται με ενδιάμεσες κιονοστοιχίες οι παλιοί χριστιανικοί ναοί και ιδιαίτερα οι βασιλικές. Με τον όρο αυτό, εξάλλου, χαρακτηρίζεται στην τοπογραφία η κλίση τμήματος εδάφους. * * * (I)… … Dictionary of Greek
κλιτός — Καθένας από τους τρεις ή πέντε διαδρόμους στους οποίους διαιρούνται με ενδιάμεσες κιονοστοιχίες οι παλιοί χριστιανικοί ναοί και ιδιαίτερα οι βασιλικές. Με τον όρο αυτό, εξάλλου, χαρακτηρίζεται στην τοπογραφία η κλίση τμήματος εδάφους. * * * ή, ό… … Dictionary of Greek
κλίτος — το ους 1. κατωφέρεια, κατηφοριά. 2. καθεμιά από τις τρεις ή πέντε κατά μήκος διαιρέσεις των χριστιανικών ναών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλιτός — ή, ό αυτός που κλίνεται: Πόσα είναι τα κλιτά μέρη του λόγου; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλίτει — κλίτος cliff neut nom/voc/acc dual (attic epic) κλίτεϊ , κλίτος cliff neut dat sg (epic ionic) κλίτος cliff neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίτη — κλίτος cliff neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κλίτος cliff neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιτῶν — κλίτος cliff neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίτεα — κλίτος cliff neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίτεσι — κλίτος cliff neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίτεσιν — κλίτος cliff neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)