-
1 /εκ. κλιτός
[σκλανγιάτ'] ρ. κλίνω -
2 /εκ. κλιτός
[σκλανγιάτ'] ρ κλίνω -
3 склонять
грам. κλίνω (ουσιαστικό, επίθετο, αντωνυμία, παθητική μετοχή)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > склонять
-
4 трансепт
арх. το εγκάρσιο κλίτος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трансепт
-
5 флективный
лингв. κλιτός, κλιτικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > флективный
-
6 скат
скат Iм (склон) ἡ κλίση [-ις], τό κλίτος (крыши и т. п.) / ἡ κατωφέρεια, ἡ ἐπίκλισις, ἡ κλιτύς, ἡ πλαγιά (горы и т. п.).скат IIм (рыба) τό σαλάχι:электрический \скат ἡ μαργωτήρα, ἡ μουδιάστρα, ἡ νάρκη. -
7 склонный
склон||ныйприл ἐπιρρεπής, αὐτός πού ἔχει τάση:я \склонныйей думать, что... κλίνω νά πιστέψω, ὅτι... склоняемый1. прич. от склонять·2. прил грам. κλιτός. -
8 синтетический
επ.1. συνθετικός•синтетический метод исследования συνθετική μέθοδος έρευνας.
2. (χημ.) ενωτικός•синтетический каучук συνθετικό καουτσούκ.
3. ενωμένος, συγκροτημένος. || τυποποιημένος, γενικός, γενικευμένος.4. (γλωσ.) κλιτός•-ие языки οι κλιτές γλώσσες.
-
9 склоняемый
επ. από μτχ.κλιτός•-ые части речи τα κλιτά μέρη του λόγου.
-
10 флективный
-
11 формальный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. τυπικός.2. γινόμενος κατά τους τύπους. || επιβαλλόμενος από συνήθεια ή κανονισμό. || για το θεαθήναι.3. φορμαλιστικός.4. (γλωσ.) κλιτός, τυπικός, γραμματικός•-ое значение слова η γραμματική σημασία της λέξης.
5. βλ. форменный (3 σημ.).εκφρ.- ая логика – τυπική λογική.
См. также в других словарях:
κλίτος — cliff neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίτος — Καθένας από τους τρεις ή πέντε διαδρόμους στους οποίους διαιρούνται με ενδιάμεσες κιονοστοιχίες οι παλιοί χριστιανικοί ναοί και ιδιαίτερα οι βασιλικές. Με τον όρο αυτό, εξάλλου, χαρακτηρίζεται στην τοπογραφία η κλίση τμήματος εδάφους. * * * (I)… … Dictionary of Greek
κλιτός — Καθένας από τους τρεις ή πέντε διαδρόμους στους οποίους διαιρούνται με ενδιάμεσες κιονοστοιχίες οι παλιοί χριστιανικοί ναοί και ιδιαίτερα οι βασιλικές. Με τον όρο αυτό, εξάλλου, χαρακτηρίζεται στην τοπογραφία η κλίση τμήματος εδάφους. * * * ή, ό… … Dictionary of Greek
κλίτος — το ους 1. κατωφέρεια, κατηφοριά. 2. καθεμιά από τις τρεις ή πέντε κατά μήκος διαιρέσεις των χριστιανικών ναών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλιτός — ή, ό αυτός που κλίνεται: Πόσα είναι τα κλιτά μέρη του λόγου; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλίτει — κλίτος cliff neut nom/voc/acc dual (attic epic) κλίτεϊ , κλίτος cliff neut dat sg (epic ionic) κλίτος cliff neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίτη — κλίτος cliff neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κλίτος cliff neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιτῶν — κλίτος cliff neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίτεα — κλίτος cliff neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίτεσι — κλίτος cliff neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίτεσιν — κλίτος cliff neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)