-
1 δμητός
δμητόςtamed: masc nom sg -
2 δμητός
A tamed, Hsch., EM389.46. -
3 δμητόν
δμητόςtamed: masc acc sgδμητόςtamed: neut nom /voc /acc sg -
4 νεόδμητος
------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεόδμητος
-
5 αἰπύδμητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰπύδμητος
-
6 δορίδμητος
δορῐ-δμητος, ον,A subdued by the spear, Sammelb. 5829.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δορίδμητος
-
7 εὔδμητος
A well-built,βωμός Il.1.448
; ;κολώνα Pi.P.12.3
;ἀγυιαί A.R.1.317
. (Always in [dialect] Ep. form ἐΰδμ-, exc. in Od.20.302 ὁ δ' εὔδμητον βάλε τοῖχον.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔδμητος
-
8 θειόδμητος
A v.l. θεοδηλήτου).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θειόδμητος
-
9 θεόδμητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεόδμητος
-
10 λιθόδμητος
λῐθό-δμητος, ον,A stone-built, AP9.570 (Phld.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθόδμητος
-
11 λυρόδμητος
λῠρό-δμητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυρόδμητος
-
12 χρυσεόδμητος
χρῡσεό-δμητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσεόδμητος
-
13 ἄδμητος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄδμητος
-
14 εὔδμητος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εὔδμητος
-
15 θεόδμητος
θεό - δμητος ( δέμω): god - built, Il. 8.519†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > θεόδμητος
-
16 δάμνημι
Grammatical information: v.Meaning: `tame, subdue, conquer', esp. of horses.Other forms: 3. sg. also δαμνᾳ̃ (for Aeol. δάμνᾱ, Schwyzer 694), aor. δαμάσ(σ)αι, intr. δαμῆναι, perf. δέδμημαι (Il.); to δαμάσ(σ)αι new present δαμάζω (A.), fut. δαμάσσω, 3. sg. δαμᾳ̃ (Il.), aor. Pass. δαμα-σ-θῆναι (Il.), also (after δέδμημαι) δμηθῆναι (Il.)Compounds: ὑπο-. as first member in δάμν-ιππος (Orph.)Derivatives: δμητήρ ( ἵππων) `tamer' (h. Hom., Alkm.), f. δμήτειρα (Il.), δμῆσις ( ἵππων) `taming' (Il.); ἀ-δμής, - τος f. m. `untamed, unmarried' (Od.), also ἄ-δμη-τος `id.' (Il.) and ἀ-δάμα-σ-τος (Il.), ἀ-δάμα-τος (trag.), δμᾱτέα (Dor.). δαμαστέα H.; on ἀδάμας s. s. v. - Isolated δαμα- and δαμν-: Δαμαῖος `tamer' of Poseidon (Pi.), δαμάτειρα (AP), παν-δαμάτωρ `alltamer' (Il.), late f. πανδαμάτειρα; δάμασις and δαμαστικός (sch.), δαμάστης ([Epich.] 301 [?], gloss.); δαμνῆτις δαμάζουσα, τιμωρός; δάμνος ἵππος. Τυρρηνοί H. - δαμασώνιον and δαμναμένη plant names (Dsc., Ps.-Dsc.; for love, Strömberg Pflanzennamen 92). - On δαμάλης s. s. v. Not here δμώς, s. v.Etymology: The present δάμνημι, Aeol. δάμνᾱμι agrees with OIr. damnaim `bind, tame (horses)' from *dm̥-n-eh₂-mi, from a disyllabic root * demh₂- seen in δαμά-σαι, where *δεμα- was reshaped to δαμα-, partly after - δαμο- \< * dmh₂-o ; zero grade *dm̥h₂- in δμη-θῆναι (Dor. δμᾱ-). Many representatives (note Hitt. damaš-zi `he forces, urges'). Note παν-δαμάτωρ = Lat. domitor, Skt. damitár-; they may be independent parallel formations. As second member in compounds ἱππό-]δαμος (Il.) = Skt. ariṃ-] dama- `conquering the enemy' (from * domh₂-o-?); ( ἄ-)δμητος: Skt. dāntá- from *dm̥h₂-to- (independent Lat. domitus). - The old presents Lat. domāre = Skt. damāyáti and OHG zamōn, Goth. ga-tamjan, NHG zähmen = Skt. damáyati are not found in Greek. - Not to the old word for `house' (s. δόμος and δεσπότης).Page in Frisk: 1,346Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δάμνημι
См. также в других словарях:
δμητός — tamed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δμητόν — δμητός tamed masc acc sg δμητός tamed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόδμητος — (I) η, ο (Α νεόδμητος και δωρ. τ. νεόδματος, ον) αυτός που οικοδομήθηκε πρόσφατα, νεόκτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δμητος (< θ. δμη / δμᾱ τού δέμω «χτίζω, οικοδομώ»), πρβλ. θεό δμητος, χρυσεό δμητος]. (II) νεόδμητος, ον (Α) 1. (για άλογα)… … Dictionary of Greek
εύδμητος — εὔδμητος και ἐΰδμητος, και δωρ. τ. εὔδματος, ον (Α) αυτός που έχει οικοδομηθεί καλά και στερεά («εὔδμητον περὶ βωμόν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δμητος (< δέμω «κτίζω»), πρβλ. λιθό δμητος, νεό δμητος)] … Dictionary of Greek
θειόδμητος — θειόδμητος, ον (Α) ποιητ. τ. τού θεόδμητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο * + δμητος (< δέμω «κατασκευάζω, κτίζω», πρβλ. νεό δμητος, χρυσό δμητος] … Dictionary of Greek
θεόδμητος — και θεοδόμητος, η, ο (Α θεόδμητος, δωρ. τ. θεόδματος, ον, θηλ. και θεοδμάτα) ο κτισμένος ή θεμελιωμένος από θεό («Ἀθηνῶν τῶν θεοδμήτων», Σοφ.) νεοελλ. (για μονές ή ναούς) ο κτισμένος για προσκύνηση και λατρεία τού θεού αρχ. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
λιθόδμητος — η, ο (Α λιθόδμητος, ον) ο κτισμένος με λίθους, λιθόκτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + δμητος (< δέμω «κτίζω»), πρβλ. δορί δμητος, θεό δμητος] … Dictionary of Greek
λυρόδμητος — λυρόδμητος, ον (Α) (ως επίθ. τών Θηβών) αυτός που οικοδομήθηκε με μουσική υπόκρουση λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + δμητος (< δέμω «οικοδομώ»), πρβλ. θεό δμητος, χρυσεό δμητος] … Dictionary of Greek
νεοδμής — νεοδμής, ὁ και ἡ (Α) 1. (για άλογα) αυτός που έχει δαμαστεί πρόσφατα 2. (για γάμο) αυτός που έγινε πρόσφατα («ἀλλ ὕβρις οἵ τε σοὶ νεοδμῆτες γάμοι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δμής (< θ. δμᾱ τού δάμνημι «δαμάζω», πρβλ. δμητός), πρβλ. α δμής … Dictionary of Greek
σιόδματος — ον, Α (δωρ. τ.) θεόδμητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιός, λακων. τ. τού θεός + δματος / δμητος (< δέμω), πρβλ. λιθό δμητος] … Dictionary of Greek
υψίδμητος — ον, Α ὑψίδομος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + δμητος (< θ. δμη τού δέμω «χτίζω, οικοδομώ»), πρβλ. νεό δμητος (Ι)] … Dictionary of Greek