-
1 δορίδμητος
δορῐ-δμητος, ον,A subdued by the spear, Sammelb. 5829.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δορίδμητος
См. также в других словарях:
λιθόδμητος — η, ο (Α λιθόδμητος, ον) ο κτισμένος με λίθους, λιθόκτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + δμητος (< δέμω «κτίζω»), πρβλ. δορί δμητος, θεό δμητος] … Dictionary of Greek