-
1 οίδματος
-
2 οἴδματος
-
3 εὔδμητος
A well-built,βωμός Il.1.448
; ;κολώνα Pi.P.12.3
;ἀγυιαί A.R.1.317
. (Always in [dialect] Ep. form ἐΰδμ-, exc. in Od.20.302 ὁ δ' εὔδμητον βάλε τοῖχον.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔδμητος
-
4 θεόδμητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεόδμητος
-
5 νεόδμητος
------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεόδμητος
-
6 ἐρίδματος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρίδματος
-
7 ἐρι-
Grammatical information: prefixMeaning: `very, high' (Il.),Compounds: esp. in Bahuvrihi's like ἐρί-(γ)δουπος, - σθενής, - τιμος, - αύχην; also ἐρι-βρεμέτης, - δμᾶτος (A. Ag. 1461 [lyr.]) a. o.; cf. Chantraine REGr. 49, 406.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Beside ἐρι- stands with the same meaning ἀρι-, which however like Skt. ari-, as opposed to ἐρι-, belongs in verbal adjectives, cf. s. v. and Schwyzer 434. One might think of a connection with ὄρνυμι `rise etc.' ( ἐρι- beside *ἔρος?, cf. s. ἐρέας). - The comment in DELG is unclear to me.Page in Frisk: 1,557-558Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐρι-
См. также в других словарях:
ερίδματος — ἐρίδματος, ον (Α) 1. ο ισχυρά, στερεά κτισμένος 2. ο ακατάβλητος («ἔρις ἐρίδματος» η ακατάβλητη έριδα ή, κατά διαφορετική ερμηνεία, η έριδα που καταβάλλει πάρα πολύ, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + δματος (δέμ ω)] … Dictionary of Greek
σιόδματος — ον, Α (δωρ. τ.) θεόδμητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιός, λακων. τ. τού θεός + δματος / δμητος (< δέμω), πρβλ. λιθό δμητος] … Dictionary of Greek
οἴδματος — οἴ̱δματος , οἶδμα swelling neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)