Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἄχρηστοι

См. также в других словарях:

  • ἀχρηστοῖ — ἀχρηστέω to be useless pres opt act 3rd sg (attic epic doric) ἀχρηστόω make useless pres ind mp 2nd sg ἀχρηστόω make useless pres opt act 3rd sg ἀχρηστόω make useless pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄχρηστοι — ἄχρηστος useless masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • неблагодарьныи — (16) пр. Недостойный: Ни ѥдиноѧ же волѧ не даѥмъ. родителемъ чада. или чадомъ родителѧ. мiрьскоѥ житиѥ ѡставлѧюще. ˫ако небл҃годарны лишати своѥго наслѣдиѧ. за винѹ прѣже мнишьскаго бывшиѧ. (τῆς ἀχαριστίας) КР 1284, 238а; таковы˫а радi… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • καταγένεση — η βιολ. παλίνδρομη ή ανάστροφη εξέλιξη τών ειδών αντίρροπη προς τη βαθμιαία εξέλιξη κατά την οποία όσοι χαρακτήρες αποβαίνουν άχρηστοι υποχωρούν και εκλείπουν για να αναπτυχθούν άλλοι χαρακτήρες ωφέλιμοι για το είδος σε νέες συνθήκες… …   Dictionary of Greek

  • ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… …   Dictionary of Greek

  • όπισθεν — (ΑΜ ὄπισθεν, Α, πριν από σύμφ., και ὄπισθε, ποιητ. τ. ὄπιθε[ν], αιολ. και δωρ. τ. ὄπισθα) (επίρρ. τοπ.) 1. στο πίσω μέρος, πίσω, από πίσω («προσελθοῡσα ὄπισθεν ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (ως ουδ. πληθ. ουσ.) τα όπισθεν τα πίσω …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»