Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀλοίτης

См. также в других словарях:

  • αλοίτης — ἀλοίτης, ο (Α) αιολικός τύπος αντί ἀλείτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλείτης. ΠΑΡ. αρχ. ἀλοιτηρός] …   Dictionary of Greek

  • ἀλοίτης — avenger masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλοῖται — ἀλοίτης avenger masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλείτης — ἀλείτης, ο (Α) 1. (για τον Πάρι και τούς μνηστήρες τής Πηνελόπης) αμαρτωλός, ανόσιος, κακούργος 2. αυτός που δεν φέρθηκε σωστά σε κάποιον, που έσφαλε απέναντί του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνήθως το επίθ. συνδέεται με λ. από τη γερμανική… …   Dictionary of Greek

  • αλοιτηρός — ἀλοιτηρός, ά, όν (Α) [ἀλοίτης] ο αλιτηρός* …   Dictionary of Greek

  • αλόη — Πολυετές φυτό της οικογένειας των αειλιιδών. Το γένος α. περιλαμβάνει περισσότερα από 175 είδη, ιθαγενή κυρίως των ξερών περιοχών της Αφρικής. Στην Ελλάδα είναι αυτοφυής η α. η γνήσια, καλλιεργούνται όμως και άλλα είδη. Τα είδη της α., μερικά από …   Dictionary of Greek

  • ἀλοίτην — ἀλέω grind pres opt act 3rd dual ἀλόω pres opt act 3rd dual ἀλοίτης avenger masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • leit-1 —     leit 1     English meaning: to be disgusted; to violate     Deutsche Übersetzung: “verabscheuen; freveln”     Material: Gk. ἀλείτης “Frevler”, Eol. ἀλοίτης “Rächer”, ἀλοιτός “Frevler”, ἀλιταίνειν “freveln, sũndigen”, ἀλιτήμων “ sinner,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»