-
1 αλοίτης
-
2 ἀλοίτης
-
3 ἀλοίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλοίτης
-
4 ἀλοίτης
-
5 αλοιτης
-
6 αλοίται
-
7 ἀλοῖται
-
8 αλοίτην
ἀλέωgrind: pres opt act 3rd dualἀλόωpres opt act 3rd dualἀλοίτηςavenger: masc acc sg (attic epic ionic) -
9 ἀλοίτην
ἀλέωgrind: pres opt act 3rd dualἀλόωpres opt act 3rd dualἀλοίτηςavenger: masc acc sg (attic epic ionic) -
10 πελαργός
πελαργ-ός, ὁ,A stork, Ciconia alba, Ar. Av. 1355, Pl. Alc.1.135d, Arist. HA 615b23, Mir. 832a15, Suid. s.v. ἀντιπελαργεῖν.II sts. confounded with Πελασγός (cf.πελαργικός 11
), Str.5.2.4, 9.1.18, D.H. 1.28 ;ὁ π. ἀλοίτης Call.
Fr.anon. 72. (A pronunciation πελᾱργός (or Πελᾱργός ?) with [pron. full] ᾱ by nature is condemned by Phryn. 88.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πελαργός
-
11 ἀλείτης
Grammatical information: m.Meaning: `sinner' (Il.)Compounds: From the stem of the aorist ἀλιτό-ξενος `sinning against a guest' (Pi.), with metrical lengthening e. g. ἠλιτό-μηνος `missing the right month', i. e. `untimely born' (Il.). νηλείτιδες Od. to be read *νηλείτεες (Beekes, Lar. 108f, 289), cf. νηλείτης Antim. 177W; νηλείτης· ἀναμάρτητος LSJ Supp.; νηλιτέες· ἀναμάρτητοι, ἀναίτιοι, [ ἄχρηστοι] H. with νη- \< *n̥-h₂leit- (from * h₂leit-os n.?)Derivatives: With ablaut: ἀλοίτης `criminal' (Emp.); ἀλοιταί κοιναί, ἁμαρτωλαί, ποιναί H. ἀλοιτήεσσαν κοινήν, ἄνανδρον EM. - With zero grade: aor. ἤλιτον, pres. (sec.) ἀλιταίνω, `offend against, transgress' (Hom.). From ἀλιτεῖν: ἀλιτήμων `criminal' but also `cursed' (Il.). Further ἀλιτρός `sinner, rogue', also adj. (Hom.).Etymology: On the relation of the Greek forms s. Tichy, Glotta 55 (1977)160ff. The only cognate proposed is OHG leid, NHG Leid (* laiÞa-) `injustice'. The ablaut suggests an old IE form.Page in Frisk: 1,67Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀλείτης
См. также в других словарях:
αλοίτης — ἀλοίτης, ο (Α) αιολικός τύπος αντί ἀλείτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλείτης. ΠΑΡ. αρχ. ἀλοιτηρός] … Dictionary of Greek
ἀλοίτης — avenger masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλοῖται — ἀλοίτης avenger masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλείτης — ἀλείτης, ο (Α) 1. (για τον Πάρι και τούς μνηστήρες τής Πηνελόπης) αμαρτωλός, ανόσιος, κακούργος 2. αυτός που δεν φέρθηκε σωστά σε κάποιον, που έσφαλε απέναντί του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνήθως το επίθ. συνδέεται με λ. από τη γερμανική… … Dictionary of Greek
αλοιτηρός — ἀλοιτηρός, ά, όν (Α) [ἀλοίτης] ο αλιτηρός* … Dictionary of Greek
αλόη — Πολυετές φυτό της οικογένειας των αειλιιδών. Το γένος α. περιλαμβάνει περισσότερα από 175 είδη, ιθαγενή κυρίως των ξερών περιοχών της Αφρικής. Στην Ελλάδα είναι αυτοφυής η α. η γνήσια, καλλιεργούνται όμως και άλλα είδη. Τα είδη της α., μερικά από … Dictionary of Greek
ἀλοίτην — ἀλέω grind pres opt act 3rd dual ἀλόω pres opt act 3rd dual ἀλοίτης avenger masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
leit-1 — leit 1 English meaning: to be disgusted; to violate Deutsche Übersetzung: “verabscheuen; freveln” Material: Gk. ἀλείτης “Frevler”, Eol. ἀλοίτης “Rächer”, ἀλοιτός “Frevler”, ἀλιταίνειν “freveln, sũndigen”, ἀλιτήμων “ sinner,… … Proto-Indo-European etymological dictionary