-
1 αμουσος
21) чуждый музам, т.е. непричастный к искусствам, необразованный, непросвещенный, невежественный(ἄ. καὴ ἀγράμματος Plat.; ἄ. καὴ ἄτεχνος Plut.)
2) безвкусный, грубый(ἡδονή Plat.; ῷδαί Eur.)
-
2 άμουσος
η, ο [ος, ον ]1) невежественный, необразованный; 2) не имеющий вкуса, безвкусный; 3) немузыкальный; невежественный в музыке -
3 απροσδιονυσος
2досл. не имеющий отношения к дионисийским празднествам(ἑορτη Plut.)
; перен. ни с чем не вяжущийся, не имеющий отношения к делу(μηδ΄ ἄμουσος μηδ΄ ἀ. Plut.; διηγήσασθαι οὐκ ἀπροσδιόνυσόν τι Luc.)
-
4 ατεχνος
21) неумелый, неискусный(ἀσθενεῖς ἄνθρωποι Plat.; ἄμουσος καὴ ἄ. Plut.)
2) невежественный, неученый(θεαταί Plut.)
3) неискусно сделанный, грубый(τριβή Plat.)
4) безыскусственный, простой(πίστεις Arst.)
-
5 μισολογος
-
6 υποαμουσος
См. также в других словарях:
ἄμουσος — without song masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμουσος — η, ο (AM ἄμουσος, ον) αυτός που δεν έχει μουσικό αίσθημα, ο αφιλόμουσος αρχ. 1. ο δίχως αίσθηση ή αγάπη για τις τέχνες, απαίδευτος, αμόρφωτος, άξεστος 2. αγενής, άσεμνος, χυδαίος 3. (για ήχους) ο μη αρμονικός, ο παράφωνος 4. (απρόσωπη φράση)… … Dictionary of Greek
άμουσος — η, ο απαίδευτος, ακαλαίσθητος: Άμουσος καθώς ήταν, τον ενοχλούσαν από συζητήσεις πάνω σε θέματα καλλιτεχνικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χρεία διδάσκει κἂν ἄμουσος ᾗ. — См. Нужда скачет и пляшет, нужда и песеньки поет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἀμουσότερον — ἄμουσος without song adverbial comp ἄμουσος without song masc acc comp sg ἄμουσος without song neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμουσοτέρων — ἄμουσος without song fem gen comp pl ἄμουσος without song masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμουσότατα — ἄμουσος without song adverbial superl ἄμουσος without song neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμουσότατον — ἄμουσος without song masc acc superl sg ἄμουσος without song neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμούσως — ἄμουσος without song adverbial ἄμουσος without song masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμουσον — ἄμουσος without song masc/fem acc sg ἄμουσος without song neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμουσοτάταισι — ἄμουσος without song fem dat superl pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)