-
1 αμουσος
21) чуждый музам, т.е. непричастный к искусствам, необразованный, непросвещенный, невежественный(ἄ. καὴ ἀγράμματος Plat.; ἄ. καὴ ἄτεχνος Plut.)
2) безвкусный, грубый(ἡδονή Plat.; ῷδαί Eur.)
-
2 απομουσος
-
3 δυσμουσος
-
4 ευμουσος
21) посвященный Музамεὔμουσοι τιμαί Arph. — посвященные Музам состязания, т.е. состязания в искусствах
2) художественный, изящный(παιδιά Luc.)
3) стройный, музыкальный, певучий(μολπή Eur.; χεύματα Anth.)
-
5 παραμουσος
21) противный Музам, т.е. беззаконный, преступный(ἄτης πλαγά Aesch.)
2) чуждый, несогласный(Ἄρης, Βρομίου π. ἑορταῖς Eur.)
-
6 πολυμουσος
-
7 πτωχομουσος
-
8 φιλομουσος
См. также в других словарях:
Μοῦσος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μούσου — Μοῦσος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόμουσος — η, ο (Α κακόμουσος, ον) ελλιπής στη μουσική, άμουσος, ακαλαίσθητος. επίρρ... κακομούσως με κακόμουσο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μουσος (< μοῦσα), πρβλ. ποικιλό μουσος, φιλό μουσος] … Dictionary of Greek
ποικιλόμουσος — ον, Α αυτός που έχει ή παράγει ποικίλη, πλούσια μουσική αρμονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + μουσος (< μοῦσα), πρβλ. φιλό μουσος] … Dictionary of Greek
πολύμουσος — ον, Α 1. προικισμένος με τα δώρα τών Μουσών 2. αυτός που έχει πολλές ικανότητες στις τέχνες, που έχει πολύπλευρο καλλιτεχνικό ταλέντο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μουσος (< μοῦσα), πρβλ. φιλό μουσος] … Dictionary of Greek
φιλόμουσος — η, ο / φιλόμουσος, ον, ΝΑ αυτός που αγαπά τις Καλές Τέχνες και, ιδίως, τη μουσική, φιλότεχνος νεοελλ. (κατ επέκτ.) φιλομαθής αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόμουσον η φιλομουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μουσος (< μοῦσα*), πρβλ. ποικιλό μουσος] … Dictionary of Greek
Синдбадова книга — Синдибâд Нâме, Китâб(и)Синдибâд общее название для вост. вариантов странствующей повести о женских кознях и о семи (позже десяти) царских советниках, которые своими притчами о лукавстве женщин стараются разрушить козни царицы по отношению к… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Синдбадова книга — (Синдиб âд Нâме, Китâб (и)Синдибâд) общее название для восточных вариантов странствующей повести о женских кознях и о семи (позже десяти) царских советниках, которые своими притчами о лукавстве женщин стараются разрушить козни царицы по отношению … Википедия
πάμμουσος — πάμμουσος, ον (Α) πάρα πολύ εύμουσος, μουσικότατος («πάμμουσος ἁρμονία», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μουσος (< μοῦσα)] … Dictionary of Greek
πτωχόμουσος — ον, Α αυτός που έχει φυσικά πνευματικά χαρίσματα αλλά είναι φτωχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + μοῦσα (πρβλ. κακό μουσος)] … Dictionary of Greek
υομουσία — ἡ, Α απαιδευσία στα σχετικά με τη μουσική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + μουσία (< μουσος < μοῦσα), πρβλ. φιλο μουσία] … Dictionary of Greek