-
1 ατεχνος
21) неумелый, неискусный(ἀσθενεῖς ἄνθρωποι Plat.; ἄμουσος καὴ ἄ. Plut.)
2) невежественный, неученый(θεαταί Plut.)
3) неискусно сделанный, грубый(τριβή Plat.)
4) безыскусственный, простой(πίστεις Arst.)
-
2 θεατρον
ион. θέητρον τό1) театр (как место представлений, иногда - народных собраний) Plat., Arst., Plut.εἰς τὸ θ. εἰσφέρειν Isocr. — поставить на сцене;
ἐς τὸ θ. ἐλθόντες ἐξεκλησίασαν Thuc. — (пирейские гоплиты), отправившись в театр, провели собрание2) досл. зрелище, перен. посмешищеἐς δάκρυα ἔπεσε τὸ θ. Her. — театр плакал
4) перен. поприщеθ. τῶν πράξεων Plut. — поле деятельности
-
3 ω
I.ὥII.ὦIзват. частица в обращении при voc., редко при nom. о! ( обычно не переводится)ὦ σοφώτατοι θεαταί! Arph. — просвещеннейшие зрители!;
ὦ ξένοι, μείνατε! Soph. — останьтесь, чужеземцы!;οὐδὲν πρᾶγμα, ὦ Σώκρατες Plat. — не беда, Сократ;ὦ οὗτος οὑτος, Οἰδίπους! Soph. — ну же, Эдип!;ὦ πρὸς θεῶν, φράσον Soph. — ради богов, скажиIIIII.ὧIV.ᾧ -
4 υπέρ
πρόθ. 1. με γεν. за, ради;πολεμώ υπέρ πατρίδος — сражаться за родину;
ψηφίζω υπέρ κάποιου — голосовать за кого-л.;
έρανος υπέρ των φυματικών — сбор средств в помощь туберкулёзным больным;
φροντίζει υπέρ των συμφερόντων του και μόνον — он заботится только о своих интересах;
2. με αιτιατ.1) (при обознач, пространства) над;υπέρ την κεφαλήν — над головой;
υπέρ την κορυφήν τού όρους — над вершиной горы;
υπέρ την επιφάνειαν της θαλάσσης — над уровнем моря;
2) (при обознач, меры, количества) больше; сверх;αυτό ήτο υπέρ τάς δυνάμεις μου — это было выше моих сил;
υπέρ τό μέτρον — сверх меры;
υπέρ παν άλλο — больше всего;
σε αγαπώ υπέρ πάντα άλλον — я тебя люблю больше всех;
είναι υπέρ πάν όριον φορτικός — он надоедлив сверх меры;
ψεύδεσαι υπέρ παν όριον — ты совершенно заврался, οι θεαταί ήσαν υπέρ τούς πεντακόσιους — зрителей было более пятисот;
υπέρ τούς τρείς μήνας — больше трех месяцев;
§ τα υπέρ και τα κατά — за и против
См. также в других словарях:
θεαταί — θεᾱταί , θεατής one who sees masc nom/voc pl (ionic) θεᾱταί , θεατός to be seen fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεᾶται — θεάομαι gaze at pres subj mp 3rd sg θεάομαι gaze at pres ind mp 3rd sg θεάω gaze at pres subj mp 3rd sg θεάω gaze at pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SABBATICUS Amnis — de quo sic Iosephus Bell. Iud. l. 7. c. 23. Τῖτος δὲ Καῖςαρ, κρόνον μέν τινα διέτριψεν εν Βηρυτῷ, καθὰ προειρήκαμεν. Θεᾶται δὲ κατὰ την` πορείαν ποταμοῦ φύ???ιν ἄξιον ἱςτορηθην̑αι. Ρ῾εῖ μὲν γὰρ μέσος Α᾿ρκαίας τῆς Α᾿γρίππα βα???ιλείας καὶ… … Hofmann J. Lexicon universale
αθεαμοσύνη — ἀθεαμοσύνη, η (Α) το να μη θεάται, να μη βλέπει κανείς κάτι … Dictionary of Greek
θέα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 62 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στις ανατολικές απολήξεις του Μακρού Όρους, 41 χλμ. ΒΔ της Αθήνας. Υπάγεται διοικητικά στον … Dictionary of Greek
θεατής — Τίτλος διαφόρων εντύπων. Τα πιο αξιόλογα είναι μία αθηναϊκή εφημερίδα (1868), μία εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης (1868), μία εβδομαδιαία εφημερίδα της Ζακύνθου (1891) και τρία αθηναϊκά περιοδικά (1836, 1925 41, 1958 61). * * * ο (Α θεατὴς, ιων.… … Dictionary of Greek
συνθύτης — και βοιωτ. τ. συνθύτας και σουνθύτας, ὁ, Α [συνθύω] 1. αυτός που μετέχει σε κοινή θυσία 2. θεωρός* («θεωροὶ οἱ τὰς θυσίας ἀπάγοντες εἰς τὰ κοινὰ ἱερὰ καὶ τὰ μαντεῑα Ἀττικοί, θεαταὶ ἤ συνθύται Ἕλληνες», Μοιρ.) 3. ιερέας και συλλειτουργός («οἱ… … Dictionary of Greek
συσπλαγχνεύω — Α γεύομαι μαζί με άλλους τα σπλάγχνα τού θύματος μετά την τέλεση θυσίας («ἄγε δή, θεαταί, δεῡρο συσπλαγχνεύετε», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σπλαγχνεύω «τρώω τα σπλάγχνα τού θυσιαζόμενου ζώου»] … Dictionary of Greek
φιλοθέωρος — ον, Α 1. φιλοθεάμων 2. αυτός που τού αρέσει να βλέπει κάτι («φιλοθεώρους τῶν καλῶν ἔργων καὶ μεγάλων», Διον. Αλ.) 3. αυτός που τού αρέσει να θεάται, να παρατηρεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θεωρός «θεατής, παρατηρητής» (πρβλ. ἀρχι θέωρος)] … Dictionary of Greek
ώζω — Α [ὤ] (ποιητ. τ.) 1. κράζω, φωνάζω 2. θαυμάζω («ὤζωσιν οἱ θεαταί», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
Σολωμός, Διονύσιος — Έλληνας ποιητής (Ζάκυνθος 1798 Κέρκυρα 1857). Σε ηλικία δέκα ετών, ένα χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα του, τον έστειλε ο κηδεμόνας του στην Ιταλία, όπου έμεινε δέκα χρόνια, κατά τα οποία φοίτησε σε σχολεία διαφόρων πόλεων (Βενετία, Κρεμόνα,… … Dictionary of Greek