-
1 τριβη
дор. τρῐβά (ᾱ) ἥ1) расточение, уничтожение, истребление(βίου, κτεάνων Aesch.)
2) упражнение, тж. практика, опыт, навыкδιὰ τέν τριβέν ἱκανός Xen. — искусный благодаря опыту, опытный;
ἄτεχνος τ. Plat. — лишенная искусства, т.е. механическая практика, рутина;τριβέν ἐν τοῖς πολεμικρῖς ἔχειν Polyb. — обладать опытом в военном деле;τέν πολιμικέν ἀρετέν ἐν τριβῇ ἔχειν Plut. — упражнять (свое) воинское мастерство3) предмет заботы, заботаἡ ἐμῆς ψυχῆς τ. Aesch. — предмет моих душевных забот
4) откладывание, отсрочка, задержкаἐγίνετο τ. τοῦ χρόνου Plut. — вышла затяжка во времени;
οὐ μακροῦ χρόνου τ. Soph. — короткое время;μή τριβὰς ἔτι! Soph. — довольно проволочек!;ἐς τριβὰς ἐλᾶν Soph. — искать отсрочек, тянуть (с ответом);τριβέν λαμβάνειν Polyb. — затягиваться, тянуться5) времяпрепровождение Aesch.οὐκ ἄχαρις ἐς τέν τριβέν (ὅ βίος) Arph. — не лишенная приятности жизнь
-
2 τριβή
η1) трение; 2) натирание; растирание; 3) протирание, изнашивание (одежды, обуви и т. п.); 4) перен. умение, опыт (профессиональный) -
3 τριβή
[триви] ουσ θ трение, растирание, размельчение. -
4 τριβα
-
5 αποτριβη
-
6 ατεχνος
21) неумелый, неискусный(ἀσθενεῖς ἄνθρωποι Plat.; ἄμουσος καὴ ἄ. Plut.)
2) невежественный, неученый(θεαταί Plut.)
3) неискусно сделанный, грубый(τριβή Plat.)
4) безыскусственный, простой(πίστεις Arst.)
-
7 διατριβη
ἥ1) (тж. δ. χρόνου Thuc.) промедление, задержкаδιατριβῆς γιγνομένης Thuc. — так как произошла задержка;
μηδεμίαν ποιεῖσθαι διατριβήν Isocr. — не терять времени;2) времяпрепровождение, занятиеδιατριβὰς ποιεῖσθαι ἐπί τι Lys. — проводить время в чем-л.;
ἀφανεῖς διατριβὰς διατρίβειν Aeschin. — заниматься неизвестными делами3) образ жизни(δουλοπρεπής Xen.; ἐν τῷ ὑγρῷ или ἐν ὕδατι, ἐπὴ τῶν πετρῶν Arst.; διατριβαὴ καὴ δίαιται ἐλευθέριοι Plut.)
4) беседа(διατριβὰς μετ΄ ἀλλήλων διατρίβειν Aeschin.; διαλεκτικὰς ποιεῖσθαι τὰς διατριβάς Arst.)
τίς οὖν δέ ἦν ἥ δ. ; Plat. — о чем же это шла беседа?5) развлечение, забава(διατριβέν παρέχειν τινί Aeschin., Plut.)
6) место увеселений7) обучение, школа -
8 εμπειρια
ἥ тж. pl.1) опыт, основанное на опыте знание, опытность(τινός Thuc., Plat., Dem., περί τι Xen., Plat., περί τινος Arst. и κατά τι Thuc.)
αἱ ἔκ τινος γεγενημέναι ἐμπειρίαι Isocr. — приобретенный благодаря чему-л. опыт2) голая практика, рутинаταῖς ἐμπειρίαις ἄνευ λόγου τέν ἰατρικέν μεταχειρίζειν Plat. — заниматься врачеванием чисто практически, не научно;
μέ τριβῇ μόνον καὴ ἐμπειρίᾳ, ἀλλὰ τέχνῃ Plat. — не одной практической рутиной, а как требует искусство;οἱ ἀπὸ τῆς ἐμπειρίας ἰατροί Sext. = οἱ ἐμπειρικοί3) ремесло(αἱ ἐμπειρίαι καὴ τέχναι Arst.)
-
9 κατατριβη
-
10 παρατριβη
-
11 τρίψιμο
το см. τριβή
См. также в других словарях:
τριβή — rubbing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβή — Αντίσταση, η οποία εμφανίζεται κατά τη σχετική κίνηση δύο σωμάτων που βρίσκονται σε επαφή. Εξαιτίας αυτού του φαινομένου, η ενέργεια ενός μηχανικού συστήματος μετατρέπεται ολικά ή μερικά σε θερμική ενέργεια. Η τ. μπορεί να είναι ένα επιζήμιο ή… … Dictionary of Greek
τριβή — η 1. η τρίψη, το τρίψιμο. 2. η αντίσταση που συναντά ένα σώμα όταν κινείται σε επαφή με ένα άλλο. 3. η φθορά από την τριβή, φάγωμα, λιώσιμο: Έμεινε μισό από την τριβή. 4. μτφ., εμπειρία από την άσκηση, η πείρα: Έχει τριβή σ αυτά τα θέματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριβῇ — τρίβω rub aor subj pass 3rd sg τριβῆι , τριβεύς rubber masc dat sg (epic ionic) τριβή rubbing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίβῃ — τρί̱βῃ , τρίβω rub pres subj mp 2nd sg τρί̱βῃ , τρίβω rub pres ind mp 2nd sg τρί̱βῃ , τρίβω rub pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβῆι — τριβῇ , τρίβω rub aor subj pass 3rd sg τριβεύς rubber masc dat sg (epic ionic) τριβῇ , τριβή rubbing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβαῖς — τριβή rubbing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβαί — τριβή rubbing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβᾷ — τριβή rubbing fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβήν — τριβή rubbing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβῶν — τριβή rubbing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)