-
1 άκρη
ἄκραhighest: fem nom /voc sg (epic ionic)ἄκριςhill-top: fem nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἄκροςat the farthest point: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ἄκραhighest: fem dat sg (epic ionic)ἄκρηι, ἄκριςhill-top: fem dat sg (epic)ἄκροςat the farthest point: fem dat sg (epic ionic) -
2 ακρη
-
3 ἄκρη
ἄκρη ( ἄκρος): summit, promontory, cape; κατ' ἄκρης, ‘from on high’; μέγα κῦμα, Od. 5.313 (ingens a vertice pontus); then ‘from top to bottom,’ ‘utterly’ (ὤλετο, ἑλέειν, Il. 15.557).A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄκρη
-
4 άκρη
η1) конец, край;άκρη του πόταμου (της θάλασσας) — берег реки (моря);
άκρη του μανικιού — обшлаг;
απ· τη μιά άκρη ως την άλλη — от одного конца до другого;
απ· άκρη σ· άκρη — от края до края;
στην άκρη τού χωρίου — на краю села;
στην άκρη τού δάσους — на опушке леса;
στην άκρη τού κόσμου — на краю света;
άκρη-άκρη по самому краю;2) мыс (часть суши); 3) место, находящееся в стороне, в отдалении;κάθισε στην άκρη — а) сядь в сторонку; — б) не вмешивайся;
4) отдалённое место, окраина;κάθομαι στην άκρη της πόλης — жить на окраине города;
κάθομαι στην άκρη τού κόσμου — жить очень далеко;
5) кусок, клочок;έχει μιά άκρη τόπο — у него клочок земли;
6) краюшка;μιά άκρη από το ψωμί — краюшка хлеба;
§ μέσες άκρες — а) неполно; — б) несвязно;
τα ξέρω μέσες άκρες — я знаю об этом недостаточно;
τα λέει μέσες άκρες — он говорит об этом несвязно;
άκρη δε βρίσκες — не поймёшь;
επιτέλους βρήκαμε την άκρ — наконец разобрались;
ο, τι βγάλει η άκρη — а) независимо от исхода; — б) пусть будет, что будет;
τό ξύλο — или τό ραβδί έχει δυό άκρες — погов, палка о двух концах
-
5 ἄκρη
Βλ. λ. άκρη -
6 ἄκρῃ
Βλ. λ. άκρη -
7 άκρη
η της πόληςStadtrand m -
8 άκρη
[акри] ουσ θ край, конец, кончик, уголок. -
9 άκρη
uç, son, kenar -
10 άκρη
1) bord2) bout -
11 άκρη
1) brzeg (m) rzecz.2) kant (m) rzecz.3) krawędź (f) rzecz.4) obrzeże (n) rzecz.5) skraj (m) rzecz. -
12 άκρη
1) hrana2) kraj3) lem4) obruba5) okraj6) pokraj -
13 άκρη
edgeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > άκρη
-
14 Στου διαβόλου την άκρη
Στου διαβόλου την άκρη ( τη μάνα)• У черта на куличкахИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Στου διαβόλου την άκρη
-
15 ακρος
31) высший, верхнийἀκροτάτῃ κορυφῇ Hom. — на самой вершине;
ἐπ΄ ἄκρων ὀρέων Soph. — на вершинах гор;ἄκρη πόλις Hom. = ἀκρόπολις2) наружный, поверхностныйἄκρη ῥινός Hom. — поверхность кожи;
οὐκ ἄκρας καρδίας ἔψαυσέ μου Eur. — это глубоко врезалось в мое сердце (ср. 3)3) крайнийἄκρη χείρ Hom., Her. — кисть руки, рука;
ἄκρα γλῶσσα Soph. — кончик языка;ἐπ΄ ἄκρων (sc. ποδῶν или δακτύλων) Soph. — на цыпочках;πεδίον ἄκρον Soph. — край равнины;ἄκρα ἱστία Arph. — край парусов;πρὸς ἄκρον μυηλὸν ψυχᾶς Eur. — до глубины души (ср. 2);ἄκρα νύξ Soph. — глубокая (поздняя) ночь;ἄ. ὀργήν Her. — вспыльчивый;οἱ ἄκροι Arst. — крайние классы, т.е. богачи и бедняки4) наилучший, превосходный, отличный(εἴς и περί τι Plat.; ἀνήρ Her.; τεχνῖται καὴ σοφισταί Plut.)
ἄκροι γενόμενοι ταύτην τέν ἡμέραν Her. — храбро сражаясь в этот день;ψυχέν οὐκ ἄ. Her. — павший духом, малодушный;οἱ ἄκροι τῆς ποιήσεως Plat. — величайшие представители поэзии;ἐγώ σοι μάντις εἰμὴ τῶν δ΄ ἄ. Soph. — это я тебе безошибочно предсказываю;ἄ. διαλέγεσθαι Plut. — искусный в споре;Ἄργείων ἄκροι Eur. — аргосская знать;ἥ ἄκρα ἐπιμέλεια Plut. — тщательный уход -
16 ἄκρος
A v. ἀκή A) at the farthest point or end, hence either topmost, outermost, or inmost.1 highest, topmost,ἀκροτάτῃ κορυφῇ Il.1.499
, al.; ἐν πόλει ἄκρῃ, = ἐν ἀκροπόλει, Il.6.88, cf. 257;ἄκρῳ Ὀλύμπῳ 13.523
;ἀνὰ Γαργάρῳ ἄκρῳ 14.352
; λάψοντες.. μέλαν ὕδωρ ἄκρον at its surface, 16.162; ἄκρον ῥινόν surface of skin, Od.22.278; ἐπ' ἄκρων ὀρέων o mountain tops, S.OT 1106: [comp] Sup.ἀκρότατος, ὔσδος Sapph.93.2
; ὀρόφοισι Orac. ap. Hdt.7.140.2 outermost, πεδίον ἐπ' ἄκρον to the farthest edge of the plain, S.Ant. 1197; κατ' ἄκρας σπιλάδος from the surface of a stone, Id.Tr. 678; esp. of extremities of body, ἄ. χείρ, πόδες, ὦμος, end of hand, ends of feet, tip of shoulder, Il.5.336, 16.640, 17.599;ἄκρων χειρῶν καὶ ποδῶν Hdt.1.119
, cf. Th.2.49, Pl.La. 183b, Ti. 76e; but τὸ ἄ. τῆς χειρός, τοῦ ποδός, thumb, great toe, LXX Ex.29.20, Le.18.22;γλῶσσαν ἄκραν S.Aj. 238
; πίτυν ἄκρας τῆς κόμης καθέλκων by the top of the crown, Cratin. 296:—ἐπ' ἄκρων [δακτύλων] on tiptoe, S.Aj. 1230, ubi v. Sch.; comically, ἐπ' ἄκρων πυγιδίων on tip-tail, Ar.Ach. 638; ;παρ' ἄκρας τρίχας Or. 128
;ἀκροτάτοις χείλεσι Epigr.Gr. 547.8
:— οὐκ ἀπ' ἄκρας φρενός not from the outside of the heart, i.e. from the in mostheart, A.Ag. 805, cf. E.Hec. 242; ἄκροισι λαίφους κρασπέδοις with mere edges of sail, i.e. under close-reejed sails, Id.Med. 524, cf. Ar.Ra. 999.b Geom., of the extremity of a line,ἡ ἐπ' ἄκραν τὴν ἀποληφθεῖσαν ἀγομένη Apollon.
Perg.Con. 4.8: Math., of extremes in a proportion, Pl.Ti. 36a, etc.; εἰς ἄκρον καὶ μέσον λόγον τέμνειν cut in extremeand mean ratio, Euc.6.30, cf.5 Def.17.c in Tactics, ἄκροι, οἱ, flank men, Ascl.Tact.1.3, cf. 7.6.II of Time, ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ on the edge of evening. i.e. at nightfall, Pi.P. 11.10, cf.ἄκρῃ νυκτί Arat.775
; ἄκρου τοῦ ἔαρος at beginning of spring, IPE12.352.29 (Cherson., ii B. C.); but usu. denoting completeness, ἄκρου τοῦ θέρεος at mid-summer, Hp.Aph.3.18;χειμῶνος ἄκρω Theoc. 11.37
; ἄκρας νυκτός at dead of night, S.Aj. 285.III of Degree, highest in its kind, consummate,1 of persons, Hdt. 5.112, 6.122;τοξότης ἄ. A.Ag. 628
; θεσφάτων γνώμων ἄ. ib. 1130; ;ἰατροί Phld.Lib.p.67
O.;οἱ πάντῃ ἄ., οἱ ἀκρότατοι Pl.Tht. 148c
; of any extremes, opp.τὰ μεταξύ, τοῖς ἄ. τὰ ἄ. ἀποδιδόναι Id.R. 478e
, cf. Phd. 90a; of classes in a state, Arist.Pol. 1296b39: in moral sense, both good and bad,ἐπιδικάζονται οἱ ἄ. τῆς μέσης χώρας Id.EN 1107b31
; αἱ ἄ. [διαθέσεις] ib. 1108b14, cf.ἄκρον 11.1
:—c. acc. modi, ψυχὴν οὐκ ἄ. not strong of mind, Hdt.5.124;ἄ. τὰ πολέμια 7.111
; ἄ. ὀργήν quick to anger, passionate, 1.73; : c.gen.,οἱ ἄ. τῆς ποιήσεως Pl.Tht. 152e
;ἄ. εἰς φιλοσοφίαν R. 499c
;περὶ ὁπλομαχίαν Lg. 833e
.2 of things, highest, extreme,συμφορά Alex. 222.4
(cj. Dobree);νηστεία Diph.54
: [comp] Sup., Pl.Phlb. 45a.IV as Subst., v. ἄκρα, ἄκρον.V neut. as Adv., on the top or surface,ἄκρον ἐπὶ ῥηγμῖνος Il.20.229
;ἄκρα δ' ἐπ' αὐτᾶς βαθμῖδος AP7.428.3
(Mel.).2 reg. Adv. ἄκρως, ἀνεστάλθαι to be turned up at the point, Hp.Mochl.24.b utterly, perfectly, Pl.R. 543a, Hegesand. 4;μόνος ἄκρως Euphro 1.5
; σχῆμα ἄ. στρογγύλον absolutely round, Hero *Deff.76. -
17 ἄκρος
ἄκρος (root ακ), sup. ἀκρότατος: uttermost, topmost, highest, at the top, end, edge, or surface of (summus); πόλις ἄκρη, ἄκρη πόλις, ‘upper city’ (= ἀκρόπολις); κατ' ἄκρης, see ἄκρη.—Adv. ἄκρον, ‘along the top,’ Il. 20.229.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄκρος
-
18 ἌΚρος
ἌΚρος ( ἀκή), in eine Spitze auslaufend, was sich am äußersten Ende und Rande befindet, das äußerste, oberste, höchste; μέσα καὶ ἄκρα entgegengesetzt Plat. Phaedr. 264 c; – a) bei Hom. immer von concreten Dingen, oft als Prädicatsnomen; πρώονες ἄκροι Iliad. 16, 299. ἄκραι ἠιόνες 17, 264, ἄκρῳ Ὀλύμπῳ Iliad 13, 523, ἀκροτάτῃ κορυφῇ Οὐλύμποιο Iliad. 5, 754, auf einer hohen Spitze, Scholl. Aristonic. ὅτι ὑπερϑετικὸν ἀντὶ ἁπλοῠ, ἀκροτάτῃ ἀντὶ τοῦ ἄκρᾳ, Lehrs Arist. p. 168; ἀνὰ Γαργάρῳ ἄκρῳ Iliad. 15, 152; häufig auch bei Anderen von Bergen; ἐπ' ἄκρῳ ῥυμῷ, an der Spitze der Deichsel, Il. 5, 729, vgl. Scholl. Aristonic.; ὕδωρ ἄκρον, die Oberfläche des Wassers, 16, 162; Πέργαμος ἄκρη Iliad. 5, 460. 6, 512, πόλις ἄκρη 6, 257. 317. 7, 345, πόλις ἀκροτἀτη ( superl. Homerisch = posit.) 22, 172, der hochgelegene Theil der Stadt, die Burg, welche Od. 8, 494. 504 ἀκρόπολις heißt, s. d. W.; πύργων ἐπ' ἄκρων στάς Eur. Phoen. 1098. Bes. von Theilen des Körpers: χεῖρα ἄκρην οὔτασε, er verwundete die Spitze der Hand, Il. 5, 336; χερῶν ἄκροι κτένες Aesch. Ag. 1576; vgl. Ar. Lys. 443; Eur. I. A. 951; ἄκροι δάκτυλοι, Fingerspitzen, I. T. 251; Plat. Prot. 352 a; πόδας ἄκρους, bis zu den Fußspitzen, Il. 16, 640; vgl. Eur. Ion 1166; Plat. Lach. 183 b; übtr. Soph. Ai. 1209 ἐπ' ἄκρων ὁδοιπορεῖς, du bist stolz, hochfahrend; ἐπ' ἄκροις τοῖς κώλοις Plat. Tim. 76 e; ἄκρος μυελός, das innerste Mark, Eur. Hipp. 255; οὐ γὰρ ἄκρας καρδίας ἔψαυσέ μου, er hat das Herz im Innersten getroffen, Hec. 249. – b) von der Zeit: ἄκρας νυκτός Soph. Ai. 278, nach dem Schol. Anfang der Nacht; vgl. ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ Pind. P. 11, 10, s. ακρέσπερος. – c) auf den Geist übertr.: ἀπ' ἄκρας φρενός, scharfer Verstand, Aesch. Ag. 805; δι' ἄκρων φρενῶν Eur. Bacch. 203; ὀργὴν οὐκ ἄκρος Her. 1, 73. ψυχὴν οὐκ ἄκρος 5, 124, nicht stark an Gemüth, Muth; ἄκρος ὀργήν = jähzornig App. Hisp. 98. Sehr gewöhnlich: das Ausgezeichnetste, Vortrefflichste seiner Art, Ἀργείων ἄκροι, die Vornehmsten unter den Argivern, Eur. Phoen. 430; ἄκρος τοξότης, ein ausgezeichneter Schütze, Aesch. Ag. 614; μάντις Soph. El. 1491; ἄκραι ἀρεταί Pind. Ol. 13, 15; Ἴωνες ἄκροι γίγνονται, zeichnen sich aus, Her. 5, 112; ἀνὴρ ἄκρος 6, 122, ein tüchtiger Mann, πολίτης Plat. Legg. VII, 823 a; εἰσὶ τὰ πολέμια ἄκροι, sind im Kriegswesen ausgezeichnet, Her. 7, 111. Bes. seit Plat. häufig δικαστής, κυβερνήτης, ἰατρός, Theaet. 201 c Rep. II, 360 e, u. sonst; Ggstz οὐ φαῦλοι ἀλλ' ὅτι μάλιστα ἄκροι Legg. XI, 753 e. Auch von Thieren: ποιμνίον ἀκρότατον Rep. V, 459 e: von Sachen: ἡδοναὶ ἀκρόταται Phileb. 45 a: μισϑὸς ἄκρος, hoher Lohn, Theocr. 7, 31; τιμωρία Plut. Cic. 19, u. ä. öfter. Dah. ἄκρος εἴς τι, περί τι, Plat. Rep. VI, 499 c Legg. VIII, 833 e. Häufig steht sowohl das fem. ἡ ἄκρα (s. oben besonders), als auch das neutr. τὸ ἄκρον substantivisch, Σούνιον, ἄκρον Ἀϑηνέων Od. 3, 278, das Vorgebirge von Attika; Γάργαρον ἄκρονἼδης Il. 14, 292; τὰ τῶνἌλπεων Pol. 3, 55, 9, u. öfter, der auch οἱ ἄκροι für Berge braucht; vgl. ἐπὴν δ' ἐς ἄκρον ἵκηαι Hes. O. 286; μοχλὸν ἐλάινον, ὀξὺν ἐπ' ἄκρῳ, an der Spitze, Od. 9. 382. Uebtr. das Höchste einer Sache, πανδοξίας ἄκρον Pind. N. 1, 13, u. öfter σοφίας u. dgl.; πρὸς ἄκρῳ γε-νέσϑαι Plat. Phaedr. 247 b, u. oft bei Sp.; εἰς ἄκρον ἱκέσϑαι, ἐπὶ τὸ ἄκρον ἄγειν, ὲλϑεῖν, Plat. Legg. III, 701 c Tim. 20 a; ἐπὶ τὰ ἄκρα τῆς ϑαλάττης ἀφῖγμαι Phaed. 109 d; φιλήματος ἄκρα φέρεσϑαι, den Preis des Kusses davontragen, Theocr. 12, 31. – Adv. ἄκρον, zu äußerst, Il. 20, 229; ἄκρα Mel. 123 (VII, 428); Theocr. 27, 43.
-
19 άκρηι
ἄκρῃ, ἄκραhighest: fem dat sg (epic ionic)ἄκριςhill-top: fem dat sg (epic)ἄκρῃ, ἄκροςat the farthest point: fem dat sg (epic ionic) -
20 ἄκρηι
ἄκρῃ, ἄκραhighest: fem dat sg (epic ionic)ἄκριςhill-top: fem dat sg (epic)ἄκρῃ, ἄκροςat the farthest point: fem dat sg (epic ionic)
См. также в других словарях:
άκρη — άκρη, η και άκρια, η 1. τοσημείο στο οποίο τελειώνει κάτι: Το ξύλο έχει δύο άκρες. 2. μικρό μέρος: Κληρονόμησα κι εγώ μια άκρη αμπελιού. 3. συνηθισμένη φράση: Μένει στην άκρη του κόσμου, μένει πολύ μακριά. 4. επιρρημ. εκφρ. «Kάτσε στην άκρη»,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άκρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ., 221 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ελασσόνος του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αντιχασίων. * * * και άκρα, η (Α ἄκρη και ἄκρα) (Ν και άκρια) 1. το έσχατο όριο ή σημείο πράγματος ή εκτάσεως (σε αντιδιαστολή … Dictionary of Greek
ἄκρη — ἄκρα highest fem nom/voc sg (epic ionic) ἄκρις hill top fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἄκρος at the farthest point fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκρῃ — ἄκρα highest fem dat sg (epic ionic) ἄκρηι , ἄκρις hill top fem dat sg (epic) ἄκρος at the farthest point fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκρηι — ἄκρῃ , ἄκρα highest fem dat sg (epic ionic) ἄκρις hill top fem dat sg (epic) ἄκρῃ , ἄκρος at the farthest point fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρο- — (I) Γλωσσ. α συνθετικό πλήθους συνθέτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας, προερχόμενο από το επίθ. ἄκρος* ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους τού επιθέτου ἄκρα, η και ἄκρον, το. Τα σύνθετα τής κατηγορίας αυτής (ακρο Ι) σημαίνουν γενικά «τον… … Dictionary of Greek
Γιβραλτάρ — I Έκταση: 6,5 τ. χλμ. Πληθυσμός: 27.714 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: ΓιβραλτάρΠεριοχή στην άκρη της νοτιοδυτικής Ευρώπης, που τελεί σε καθεστώς αποικίας της Μεγάλης Βρετανίας. Η συνολική έκτασή του είναι 6,5 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 27.714 κάτ. (2002)… … Dictionary of Greek
άκρος — α, ο (Α ἄκρος, α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακρινός, ακριανός, ακραίος 2. αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό τής ιδιότητας του, πρώτος, υπέροχος, έξοχος 3. (για καταστάσεις) απόλυτος, πλήρης, τέλειος 4. (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον… … Dictionary of Greek
ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε … Dictionary of Greek
ρόκα — I Εργαλείο, συνήθως ξύλινο, με το οποίο κλώθονται μαλλιά, βαμβάκι και λινάρι. Είναι ραβδί ενός μέτρου περίπου, διχαλωτό στη μια άκρη σε σχήμα Ψ. Στην άκρη αυτή μπαίνει η τουλούπα του υλικού που είναι για κλώσιμο. Η άλλη άκρη στερεώνεται στη μέση … Dictionary of Greek
Garçons d'Athènes — Données clés Titre original Από την άκρη της πόλης (Apo tin akri tis polis) Réalisation Constantinos Giannaris Scénario Constantinos Giannaris Société … Wikipédia en Français