-
1 άδολος
-
2 ἄδολος
-
3 ἄδολος
ᾰδολος, -ον1 without artifice δαέντι δὲ καὶ σοφία μείζων ἄδολος τελέθει v. Thummer 74̆{4}. pr. O. 7.53 -
4 αδολος
2свободный от обмана, правдивый, истинный, искренний(σοφία Pind.; σπονδαί Thuc.; παρηγοριαι Aesch.; λόγοι Eur.; εἰράνη Arph.; ἔντευξις Plut.)
ἀγῶνες ἄδολοι καὴ ἄτεχνοι Plut. — честная и открытая борьба;αὔραις ἀδόλοις ψυχᾶς Eur. — с чистой душой, чистосердечно -
5 ἄδολος
ἄδολος, ον,A guileless, honest,σοφία Pi.O.7.53
; in [dialect] Att.esp. of treaties,ἄ. εἰράνα Ar.Lys. 169
;σπονδαὶ ἄ. καὶ ἀβλαβεῖς Th.5.18
. Adv., freq. in the phrase ἀδόλως καὶ δικαίως without fraud or covin, Th.5.23, cf. IG1.42e;ἁπλόως καὶ ἀ. GDI5024
(Gort.): generally,πλουτεῖν ἀδόλως Scol.8
; ἀδολώτερον λέγεσθαι, opp. πιστότερον, Antipho 3.3.4:— also, genuinely, truly,τεθνάκην ἀ. θέλω Sapph.Supp.23.1
, cf. Theoc. 29.32.II unadulterated, genuine,χρίματος ἀδόλοισι παρηγορίαις A.Ag.95
;στύραξ Dsc.1.66
; χρυσός Eupolem. ap. Alex.Polyh.18;ἀργύριον Poll.3.86
; σῖτος, πυρός, PHib.1.85, PGrenf.1.18; ἀ. ἀπὸ παντός ib.2.29.14: metaph., αὔραις ἀδόλοις pure, E.Supp. 1029 (lyr.);τὸ λογικὸν ἄ. γάλα 1 Ep.Pet.2.2
. -
6 ἄδολος
97 ἄδολος{прил., 1}истинный, т.е. без обмана, искренний, правдивый, чистый (1Пет. 2:2).▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἄδολος
-
7 άδολος
97 ἄδολος{прил., 1}истинный, т.е. без обмана, искренний, правдивый, чистый (1Пет. 2:2).▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > άδολος
-
8 ἄδολος
истинный (без обмана), искренний, правдивый, чистый; син. ἄδολος, ἄκακος, ἀκέραιος, ἁπλοῦς.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄδολος
-
9 άδολος
η, ο [ος, ον ]1) см. αδολίευτος 2; 2) натуральный, чистый, без примеси -
10 άδολος
[адолос] επ честный, бесхитростный. -
11 ἄδολος
ἄ-δολος, ohne Trug und Hinterlist, echt, ehrlich; bes. in Bündnissen und in den Vertragsformeln; von wahren Philosophen; rein., unverfälscht -
12 άδολος
art niyetsiz, samimi -
13 άδολος
guilelessΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > άδολος
-
14 αδολώτερον
ἄδολοςguileless: masc acc comp sgἄδολοςguileless: neut nom /voc /acc comp sgἄδολοςguileless: adverbial -
15 ἀδολώτερον
ἄδολοςguileless: masc acc comp sgἄδολοςguileless: neut nom /voc /acc comp sgἄδολοςguileless: adverbial -
16 άδολον
-
17 ἄδολον
-
18 αδολωτάτη
ἄδολοςguileless: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic)——————ἄδολοςguileless: fem dat superl sg (attic epic ionic) -
19 αδολωτάτων
-
20 ἀδολωτάτων
См. также в других словарях:
ἄδολος — guileless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδολος — η, ο (Α ἄδολος, ον) [δόλος] (για πρόσωπα και ψυχικές διαθέσεις) ο χωρίς δόλο, αγνός, τίμιος, ειλικρινής, απονήρευτος («εἶναι τὰς σπονδάς ἀδόλους καὶ ἀβλαβεῖς», «ἄδολος εἰρήνη») αρχ. 1. (για πράγματα) ανόθευτος, γνήσιος, αμιγής 2. φρ. ἀδόλως και… … Dictionary of Greek
άδολος — η, ο επίρρ. α απονήρευτος, αδολίευτος: Συνδεόταν μαζί του με άδολη φιλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδολώτερον — ἄδολος guileless masc acc comp sg ἄδολος guileless neut nom/voc/acc comp sg ἄδολος guileless adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδολωτάτων — ἄδολος guileless fem gen superl pl ἄδολος guileless masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδολώτατα — ἄδολος guileless adverbial superl ἄδολος guileless neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδολώτατον — ἄδολος guileless masc acc superl sg ἄδολος guileless neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδόλως — ἄδολος guileless adverbial ἄδολος guileless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδολον — ἄδολος guileless masc/fem acc sg ἄδολος guileless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδολωτάτη — ἄδολος guileless fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδολωτάτην — ἄδολος guileless fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)