Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἄδολος

  • 1 guileless

    άδολος

    English-Greek new dictionary > guileless

  • 2 безыскусственный

    безыску́сственн||ый
    прил ἀπλός, ἀδολος, ἀπροσποίητος, ἀνεπιτήδευτος, φυσικός.

    Русско-новогреческий словарь > безыскусственный

  • 3 бесхитростный

    бесхитростный
    прил ἀπονήρευτος, ἀδολος, ἀφελής/ ἀπλοϊκός (простой).

    Русско-новогреческий словарь > бесхитростный

  • 4 искренний

    и́скренн||ий
    прил είλικρινής, ἀνυπόκριτος, ἀδολος / ἀνοιχτόκαρδος (откровенный).

    Русско-новогреческий словарь > искренний

  • 5 невинный

    невинн||ый
    прил
    1. (невиновный) ἀθῶος:
    \невинныйая жертва τό ἀθῶο θῦμα·
    2. (простодушный) ἀφελής, ἀπλοϊκός, ἄδολος, ἀπονήρευτος·
    3. (безвредный) ἄκακος:
    \невинныйая шутка τό ἄκακο ἀστείο· \невинныйые удовольствия οἱ ἀθῶες διασκεδάσεις·
    4. (девственный) παρθένος, ἀγνός.

    Русско-новогреческий словарь > невинный

  • 6 непритворный

    непритворный
    прил εἰλικρινής, ἀνυπόκριτος, ἀπροσποίητος, ἄδολος.

    Русско-новогреческий словарь > непритворный

  • 7 нехитрый

    нехитрый
    прил
    1. (простодушный) ἀδολος, ἀφελής, ἀπλοϊκός, ἀπονήρευτος·
    2. (несложный) ἀπλός, εὐκολος, μή περίπλοκος.

    Русско-новогреческий словарь > нехитрый

  • 8 чистый

    чи́ст||ый
    прил
    1. (не грязный) καθαρός, παστρικός:
    \чистыйые ру́ки τά καθαρά χέρια· \чистый воротничок ὁ καθαρός γιακάς· \чистыйая посуда τά παστρικά πιατικά·
    2. (без примеси) καθαρός, ἀγνός, ἀνόθευτος, γνήσιος:
    \чистыйое золото τό καθαρό μάλαμα·
    3. (ясный, отчетливый) καθαρός:
    \чистый голос ἡ διαυγής φωνή· \чистыйое произношение ἡ καθαρή προφορά·
    4. перен (честный, правдивый) καθαρός, ἀγνός/ ἀδολος (искренний):
    \чистыйая совесть ἡ καθαρή συνείδηση· сказать от \чистыйого сердца λέγω μ· ὅλη μου τήν ψυχή· б. (аккуратный, тщательный) ἐπιμελημένος:
    \чистыйая работа ἡ παστρική δουλειά, ἡ ἐπιμελημένη ἐργασία· β. (сущий) καθαρός, ἀγνός:
    \чистыйая случайность ἡ ἀπλή σύμπτωση· \чистыйое недоразумение ἡ καθαρή παρεξήγηση· \чистыйая правда ἡ καθαρή ἀλήθεια· \чистыйое дитя τό ἀγνό παιδάκι· ◊ \чистый вес τό καθαρό βάρος· \чистыйая прибыль τό καθαρό κέρδος· на \чистыйом воздухе στον καθαρό ἀέρα· в \чистыйом виде (неискаженно) χωρίς ν· ἀλλάξω τίποτε· в \чистыйом поле σέ γυμνό τόπό вывести кого-л. на \чистыйую воду ἀποκαλύπτω (или ξεσκεπάζω) κάποιον, βγάζω τ' ἄπλυτά του στη φόρα· принимать за \чистыйую монету разг παίρνω κάτι στά σοβαρά.

    Русско-новогреческий словарь > чистый

  • 9 guileless

    adjective (honest; sincere: a guileless person/smile.) άδολος

    English-Greek dictionary > guileless

  • 10 inoffensive

    [inə'fensiv]
    (harmless; not likely to offend: an inoffensive remark.) άκακος,άδολος

    English-Greek dictionary > inoffensive

  • 11 бесхитростный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно
    άδολος, απονήρευτος, ανυστερόβουλος• απλός.

    Большой русско-греческий словарь > бесхитростный

  • 12 невинный

    επ., βρ: -винен, -винна, -о.
    1. αθώος, μη φταίχτης, μη ένοχος αναμάρτητος, ακριμάτιστος•

    -ые люди αθώοι άνθρωποι•

    -ая жертва αθώο θύμα•

    -ое страдание αναίτιο βάσανο•

    он невинен в этом преступлении αυτός δεν είναι ένοχος σ αυτό το έγκλημα•

    его признали -ым τον κήρυξαν αθώο.

    2. αφελής, άκακος, άδολος, απονήρευτος•

    невинный ребёнок αθώο παιδάκι•

    -ое создание αθώο πλάσμα.

    || ανεπίκριτος, αμώμητος, άμωμος, άψογος• άκακος, αβλαβής•

    невинный разговор ανεπίκριτη συνομιλία•

    невинныйое развлечение άψογη διασκέδαση•

    -ые игры αβλαβή παιγνίδια.

    3. αγνός•

    -ая девушка αγνό κορ ίτσι.

    Большой русско-греческий словарь > невинный

  • 13 непритворный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно
    απροσποίητος, ανεπιτήδευτος ανυπόκριτος άδολος, ειλικρινής.

    Большой русско-греческий словарь > непритворный

  • 14 нехитрый

    επ., βρ: -хитр, -хитра, -хитро.
    1. άδολος, απονήρευτος, αθώος.
    2. απλός, μη πολύπλοκος.

    Большой русско-греческий словарь > нехитрый

  • 15 простецкий

    επ.
    απλοϊκός, αφελής, άδολος, απονήρευτος.

    Большой русско-греческий словарь > простецкий

  • 16 простосердечный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно
    ειλικρινής, ευθύς, ντόμπρος, ανυπόκριτος, άπονήρευτος, άδολος.

    Большой русско-греческий словарь > простосердечный

  • 17 Fraud

    subs.
    P. and V. πτη, ἡ, πανουργία, ἡ, δόλος, ὁ (rare P.), Ar. and P. κλέμμα, τό, φενακισμός, ὁ, P. κακοτεχνίαι, αἱ; see Imposture.
    Practise fraud, v.: P. κακοτεχνεῖν.
    Without fraud, adj.: Ar. and P. δολος; adv.: P. ἀδόλως.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fraud

  • 18 Genuine

    adj.
    P. ἀληθινός, ἀκίβδηλος, P. and V. γνήσιος.
    Of character: P. and V. ἁπλοῦς, Ar. and P. δολος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Genuine

  • 19 Guileless

    adj.
    P. ἄκακος, Ar. and P. δολος, V. φυής (Soph., Phil. 1014).
    Simple: P. and V. ἁπλοῦς. P. εὐήθης.
    Unspoiled: P. and V. κέραιος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Guileless

  • 20 Innocent

    adj.
    Guiltless: P. and V. ναίτιος, καθαρός, ἁγνός (Plat.), θῷος, P. ἀναμάρτητος.
    Innocent of: P. and V. ναίτιος (gen.), καθαρός (gen.), ἁγνός (gen.) (Plat. but rare P.).
    Harmless: P. and V. ἀβλαβής, P. ἀσινής (Plat.). ἀζήμιος, V. νατος. πήμων.
    Guileless: P. ἄκακος. Ar. and P. δολος, V. φυής, P. and V. ἁπλοῦς.
    Inoffensive: P. ἀνεπίφθονος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Innocent

См. также в других словарях:

  • ἄδολος — guileless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδολος — η, ο (Α ἄδολος, ον) [δόλος] (για πρόσωπα και ψυχικές διαθέσεις) ο χωρίς δόλο, αγνός, τίμιος, ειλικρινής, απονήρευτος («εἶναι τὰς σπονδάς ἀδόλους καὶ ἀβλαβεῖς», «ἄδολος εἰρήνη») αρχ. 1. (για πράγματα) ανόθευτος, γνήσιος, αμιγής 2. φρ. ἀδόλως και… …   Dictionary of Greek

  • άδολος — η, ο επίρρ. α απονήρευτος, αδολίευτος: Συνδεόταν μαζί του με άδολη φιλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδολώτερον — ἄδολος guileless masc acc comp sg ἄδολος guileless neut nom/voc/acc comp sg ἄδολος guileless adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδολωτάτων — ἄδολος guileless fem gen superl pl ἄδολος guileless masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδολώτατα — ἄδολος guileless adverbial superl ἄδολος guileless neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδολώτατον — ἄδολος guileless masc acc superl sg ἄδολος guileless neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδόλως — ἄδολος guileless adverbial ἄδολος guileless masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄδολον — ἄδολος guileless masc/fem acc sg ἄδολος guileless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδολωτάτη — ἄδολος guileless fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδολωτάτην — ἄδολος guileless fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»