-
1 guileless
άδολος -
2 безыскусственный
безыску́сственн||ыйприл ἀπλός, ἀδολος, ἀπροσποίητος, ἀνεπιτήδευτος, φυσικός. -
3 бесхитростный
бесхитростныйприл ἀπονήρευτος, ἀδολος, ἀφελής/ ἀπλοϊκός (простой). -
4 искренний
и́скренн||ийприл είλικρινής, ἀνυπόκριτος, ἀδολος / ἀνοιχτόκαρδος (откровенный). -
5 невинный
невинн||ыйприл1. (невиновный) ἀθῶος:\невинныйая жертва τό ἀθῶο θῦμα·2. (простодушный) ἀφελής, ἀπλοϊκός, ἄδολος, ἀπονήρευτος·3. (безвредный) ἄκακος:\невинныйая шутка τό ἄκακο ἀστείο· \невинныйые удовольствия οἱ ἀθῶες διασκεδάσεις·4. (девственный) παρθένος, ἀγνός. -
6 непритворный
непритворныйприл εἰλικρινής, ἀνυπόκριτος, ἀπροσποίητος, ἄδολος. -
7 нехитрый
нехитрыйприл1. (простодушный) ἀδολος, ἀφελής, ἀπλοϊκός, ἀπονήρευτος·2. (несложный) ἀπλός, εὐκολος, μή περίπλοκος. -
8 чистый
чи́ст||ыйприл1. (не грязный) καθαρός, παστρικός:\чистыйые ру́ки τά καθαρά χέρια· \чистый воротничок ὁ καθαρός γιακάς· \чистыйая посуда τά παστρικά πιατικά·2. (без примеси) καθαρός, ἀγνός, ἀνόθευτος, γνήσιος:\чистыйое золото τό καθαρό μάλαμα·3. (ясный, отчетливый) καθαρός:\чистый голос ἡ διαυγής φωνή· \чистыйое произношение ἡ καθαρή προφορά·4. перен (честный, правдивый) καθαρός, ἀγνός/ ἀδολος (искренний):\чистыйая совесть ἡ καθαρή συνείδηση· сказать от \чистыйого сердца λέγω μ· ὅλη μου τήν ψυχή· б. (аккуратный, тщательный) ἐπιμελημένος:\чистыйая работа ἡ παστρική δουλειά, ἡ ἐπιμελημένη ἐργασία· β. (сущий) καθαρός, ἀγνός:\чистыйая случайность ἡ ἀπλή σύμπτωση· \чистыйое недоразумение ἡ καθαρή παρεξήγηση· \чистыйая правда ἡ καθαρή ἀλήθεια· \чистыйое дитя τό ἀγνό παιδάκι· ◊ \чистый вес τό καθαρό βάρος· \чистыйая прибыль τό καθαρό κέρδος· на \чистыйом воздухе στον καθαρό ἀέρα· в \чистыйом виде (неискаженно) χωρίς ν· ἀλλάξω τίποτε· в \чистыйом поле σέ γυμνό τόπό вывести кого-л. на \чистыйую воду ἀποκαλύπτω (или ξεσκεπάζω) κάποιον, βγάζω τ' ἄπλυτά του στη φόρα· принимать за \чистыйую монету разг παίρνω κάτι στά σοβαρά. -
9 guileless
adjective (honest; sincere: a guileless person/smile.) άδολος -
10 inoffensive
[inə'fensiv](harmless; not likely to offend: an inoffensive remark.) άκακος,άδολος -
11 бесхитростный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноάδολος, απονήρευτος, ανυστερόβουλος• απλός. -
12 невинный
επ., βρ: -винен, -винна, -о.1. αθώος, μη φταίχτης, μη ένοχος αναμάρτητος, ακριμάτιστος•-ые люди αθώοι άνθρωποι•
-ая жертва αθώο θύμα•
-ое страдание αναίτιο βάσανο•
он невинен в этом преступлении αυτός δεν είναι ένοχος σ αυτό το έγκλημα•
его признали -ым τον κήρυξαν αθώο.
2. αφελής, άκακος, άδολος, απονήρευτος•невинный ребёнок αθώο παιδάκι•
-ое создание αθώο πλάσμα.
|| ανεπίκριτος, αμώμητος, άμωμος, άψογος• άκακος, αβλαβής•невинный разговор ανεπίκριτη συνομιλία•
невинныйое развлечение άψογη διασκέδαση•
-ые игры αβλαβή παιγνίδια.
3. αγνός•-ая девушка αγνό κορ ίτσι.
-
13 непритворный
επ., βρ: -рен, -рна, -рноαπροσποίητος, ανεπιτήδευτος ανυπόκριτος άδολος, ειλικρινής. -
14 нехитрый
επ., βρ: -хитр, -хитра, -хитро.1. άδολος, απονήρευτος, αθώος.2. απλός, μη πολύπλοκος. -
15 простецкий
επ.απλοϊκός, αφελής, άδολος, απονήρευτος. -
16 простосердечный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноειλικρινής, ευθύς, ντόμπρος, ανυπόκριτος, άπονήρευτος, άδολος. -
17 Fraud
subs.P. and V. ἀπάτη, ἡ, πανουργία, ἡ, δόλος, ὁ (rare P.), Ar. and P. κλέμμα, τό, φενακισμός, ὁ, P. κακοτεχνίαι, αἱ; see Imposture.Practise fraud, v.: P. κακοτεχνεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fraud
-
18 Genuine
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Genuine
-
19 Guileless
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Guileless
-
20 Innocent
adj.Inoffensive: P. ἀνεπίφθονος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Innocent
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄδολος — guileless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδολος — η, ο (Α ἄδολος, ον) [δόλος] (για πρόσωπα και ψυχικές διαθέσεις) ο χωρίς δόλο, αγνός, τίμιος, ειλικρινής, απονήρευτος («εἶναι τὰς σπονδάς ἀδόλους καὶ ἀβλαβεῖς», «ἄδολος εἰρήνη») αρχ. 1. (για πράγματα) ανόθευτος, γνήσιος, αμιγής 2. φρ. ἀδόλως και… … Dictionary of Greek
άδολος — η, ο επίρρ. α απονήρευτος, αδολίευτος: Συνδεόταν μαζί του με άδολη φιλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδολώτερον — ἄδολος guileless masc acc comp sg ἄδολος guileless neut nom/voc/acc comp sg ἄδολος guileless adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδολωτάτων — ἄδολος guileless fem gen superl pl ἄδολος guileless masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδολώτατα — ἄδολος guileless adverbial superl ἄδολος guileless neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδολώτατον — ἄδολος guileless masc acc superl sg ἄδολος guileless neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδόλως — ἄδολος guileless adverbial ἄδολος guileless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδολον — ἄδολος guileless masc/fem acc sg ἄδολος guileless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδολωτάτη — ἄδολος guileless fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδολωτάτην — ἄδολος guileless fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)