Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αδολίευτος

См. также в других словарях:

  • αδολίευτος — ἀδολίευτος, ον (Μ) [δολιεύομαι] ο άδολος* …   Dictionary of Greek

  • αδολίευτος — η, ο ειλικρινής, ευθύς: Σ όλη του τη ζωή ήταν άνθρωπος αδολίευτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδολίευτον — ἀδολίευτος not concealed masc/fem acc sg ἀδολίευτος not concealed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδολιεύτων — ἀδολίευτος not concealed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδολος — η, ο επίρρ. α απονήρευτος, αδολίευτος: Συνδεόταν μαζί του με άδολη φιλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»