-
1 ἀδολίευτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδολίευτος
-
2 αδολίευτος
ος, ον1) не испытавший коварства, хитрости; 2) бесхитростный; искренний, прямой -
3 αδολίευτον
ἀδολίευτοςnot concealed: masc /fem acc sgἀδολίευτοςnot concealed: neut nom /voc /acc sg -
4 ἀδολίευτον
ἀδολίευτοςnot concealed: masc /fem acc sgἀδολίευτοςnot concealed: neut nom /voc /acc sg -
5 άδολος
η, ο [ος, ον ]1) см. αδολίευτος 2; 2) натуральный, чистый, без примеси -
6 αδολιεύτων
-
7 ἀδολιεύτων
См. также в других словарях:
αδολίευτος — ἀδολίευτος, ον (Μ) [δολιεύομαι] ο άδολος* … Dictionary of Greek
αδολίευτος — η, ο ειλικρινής, ευθύς: Σ όλη του τη ζωή ήταν άνθρωπος αδολίευτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδολίευτον — ἀδολίευτος not concealed masc/fem acc sg ἀδολίευτος not concealed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδολιεύτων — ἀδολίευτος not concealed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδολος — η, ο επίρρ. α απονήρευτος, αδολίευτος: Συνδεόταν μαζί του με άδολη φιλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)