-
21 υπαρξις
- εως ἥ1) существование, бытие(ὕ. καὴ ἀνυπαρξία Arst.; ὕ. καὴ νόησις Plut.)
2) веществоἡ τοῦ κέρατος ὕ. Sext. — вещество рога
3) тж. pl. (= τὰ ὑπάρχοντα) достояние, имущество Polyb., Diod., Plut., NT. -
22 φαλαγξ
1) (очищенный от ветвей) ствол, бревно, колода(φάλαγγες ἐβένου Her.)
2) коромысло весов Arst.3) сустав пальца, фаланга4) фаланга, боевой порядок тяжеловооруженной пехоты, пеший строй(φάλαγγες ἀνδρῶν Hom., Hes.; ἥ φ. τῶν ὁπλιτῶν Xen., Dem.)
ἐπὴ φάλαγγος ἄγειν Xen. — двигаться боевой колонной;ἐκ κέρατος εἰς φάλαγγα καταστῆσαι Xen. — перестроить из фланговой (т.е. походной) колонны в боевую (глубина фаланги у греков и македонян - от 4-х до 24-х человек, чаще всего - 16)5) центр боевого порядка6) военный лагерь(εἴσω φάλαγγος, ἔξω τῆς φάλαγγας Xen.)
-
23 χορτος
ὅ1) огороженое место, загон, скотный двор(αὐλῆς χόρτοι Hom.)
2) поляна, луг, тж. пастбище(χόρτοι εὔδενδροι Eur.)
χόρτοι λέοντος Pind. — поляна (Немейского) льваχόρτου ἀγκαλίς Plut. — охапка травы;
χ. κοῦφος Xen. — сено;χόρτον ἔχει ἐπὴ τοῦ κέρατος погов. Plut. — у него на рогах сено, т.е. он очень вспыльчив ( у бодливых быков рога обматывались сеном)4) корм, еда Hes., Eur.παρέχειν τινὴ χόρτον ἰχθῦς Her. — кормить кого-л. рыбой;
σῖτος καὴ χ. τοῖς ὑποζυγίοισι Her. — продовольствие (для людей) и корм для вьючных животных;ἵπποις χόρτον ἐμβαλεῖν Xen. — задать лошадям корму -
24 κέρας
τὸ κέρας, κέρατος / κέρως 1. рог (ср. лат. cornu; rhinoceros ≃ носорог); 2. фланг -
25 δικέρατος
δι-κέρᾰτος, ον,A two-horned, PMag. Lond.121.757, Antig.Mir.53.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δικέρατος
-
26 κολοβοκέρατος
κολοβο-κέρᾱτος, ον,A with stunted horns, short-horned, Sch. Il.16.117.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολοβοκέρατος
-
27 κονδοκέρατος
κονδο-κέρατος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κονδοκέρατος
-
28 κριοκέρατος
κρῑο-κέρᾱτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κριοκέρατος
-
29 οὐρά
A tail, of a lion,οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία.. μαστίεται Il.20.170
; of a dog,οὐρῇ μέν ῥ' ὅ γ' ἔσηνε Od. 17.302
; of the wolves and lions round the house of Circe, ; of other animals, Hes. Op. 512, Hdt. 2.38,47, Arist.PA 689b30, al.; not used of birds (cf. ὀρροπύγιον), Id.HA 504a31.II of an army marching, rearguard, rear, X.An.3.4.38, etc.; ἡ οὐ. τοῦ κέρατος rear-rank, ib.6.5.5; κατ' οὐράν τινος ἕπεσθαι to follow in his rear, Id.Cyr.2.3.21, cf. 2.4.3; ὁ κατ' οὐ. the rear-rank man, ib.5.3.45; ἐπ' οὐράν to the rear, Id.Ages.2.2;εἰς οὐράν Ael.NA16.33
; ἐπ' οὐρᾷ τῶν ἱππέων in rear, X.HG4.3.4; κατ' οὐρὰν προσπίπτειν to attack in rear, Plb.2.67.2.2 ῥήματος οὐρή, i.e. its echo, APl.4.155 (Euod.).3 ἑπτὰ κλῶνας ἐλαίας ἄρας, τὰς μὲν ἓξ δῆσον οὐρὰν καὶ κεφαλὴν ἓν καθ' ἕν, i.e. tie together the two ends of each twig separately, PMag.Par.1.1250. -
30 στρεβλοκέρατος
στρεβλο-κέρᾱτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρεβλοκέρατος
-
31 τετρακέρατος
τετρᾰ-κέρᾱτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετρακέρατος
-
32 φάλαγξ
A line of battle, battle-array, Hom. only in Il., once in sg.,Τρώων ῥῆξε φάλαγγα Il.6.6
: elsewh. pl.the ranks of an army in battle,Δαναοὶ ῥήξαντο φάλαγγας 11.90
;φάλαγγες ἀνδρῶν 19.158
, Hes. Th. 935;τῶν κάτω Διὸς φαλάγγων S.Ichn.
(lyr.) in PTeb. 692 iii 10.2 heavy infantry ([etym.] ὁπλῖται) in battle-order, X.An.1.8.17, al.; ἡ φ. τῶν ὁπλιτῶν ib.6.5.27, cf. D.9.49; opp. πελτασταί, X.An.6.5.25; opp. ἱππεῖς, Id.Cyr.6.3.2, Ages.2.9;τοὺς ἱππεῖς πρὸ τῆς φ. ἔστησαν D.S.20.10
, cf. Plu.Crass.23; butοἱ Ἕλληνες ἱππεῖς ὥσπερ φ. ἐπὶ τεττάρων παρατεταγμένοι X.HG3.4.13
: esp. line of battle, opp. κέρας (column in marching order), ἐπὶ φάλαγγος ἄγειν, opp. κατὰ κέρας or ἐπὶ κέρως ἄγειν, Id.Cyr.1.6.43; of ships, Id.HG6.2.30; ἐκ κέρατος εἰς φ. καταστῆσαι to form from column into line, Id.Cyr.8.5.15;παρ' ἀσπίδα παραγαγόντας τὴν ἐνωμοτίαν ἐπὶ φάλαγγος Id.An.4.3.26
;ἐπὶ φάλαγγος καθίστασθαι Id.Cyr.6.3.21
, cf. An.6.5.7,25.c camp, εἴσω, ἔξω φάλαγγος, Id.Ages.2.15. Lac.12.3, cf. Eq.8.12.3 esp. of the Macedonian phalanx, Plb.18.29sqq., etc.4 in writers on Tactics:5 metaph.,λοπάδων παρατεταγμένη φ. Diph.44.3
; of a band of pupils, Lib.Ep.145.1; of a governor's staff (Lat. officium), Id.Or.46.11.II round piece of wood, trunk, log,φάλαγγες ἐβένου Hdt.3.97
;ἐκ κοτίνοιο φ. A.R.2.843
;φ. πύξιναι IG11(2).287
B145 (Delos, iii B. C.).IV bone between two joints of the fingers and toes, Arist.HA 493b29; pl., Ruf.Onom.84 (but metacarpals, [Ruf.] Oss. 22).V = φαλάγγιον 1, Ar. V. 1509, Ra. 1314 (lyr.), Pl.Com.22, X.Mem.3.11.6: masc. in Arist. HA 609a5. (The orig. sense was prob. log, cf. OHG balcho 'beam', Lat. sufflamen (for sub-flag-men) 'brake'.) -
33 χόρτος
χόρτος, ὁ, prop.A enclosed place (v. sub fin.), but always with collat. notion of a feeding-place: in Il., farmyard, in which the cattle were kept,αὐλῆς ἐν χόρτῳ 11.774
;αὐλῆς ἐν χόρτοισι 24.640
.2 generally, any feeding-ground, pasturage, freq. in pl., χόρτοι λέοντος, of Nemea, Pi.O.13.44;χόρτοι εὔδενδροι E.IT 134
(lyr.); χόρτος οὐρανοῦ the expanse of heaven, Poet. ap. Hsch.II fodder, provender, esp. for horses and cattle, Hdt.5.16 (of fish);θηρῶν ὀρείων χόρτον, οὐχ ἵππων λέγεις E.Alc. 495
; grass, Hes.Op. 606, E.Rh. 771, 1 Ep.Cor.3.12;χ. κοῦφος
hay,X.
An.1.5.10; χ. ἐβλάστησεν, ἐξηράνθη, Ev.Matt.13.26, 1 Ep.Pet.1.24;ἄνθος χόρτου Ep.Jac.1.10
: opp. σῖτος (food for man), Hdt.9.41, X.Cyr.8.6.12; χόρτον ἔχει ἔπὶ τοῦ κέρατος as translation of the Lat. proverb, foenum habet in cornu, of a dangerous ox, Plu.Crass.7.b green crop,[γῆ] ἐσπαρμένη χόρτῳ PTeb.27.72
(ii B. C.), al. -
34 ἑλικοκέρατος
ἑλῐκο-κέρατος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλικοκέρατος
-
35 ὀξυκέρατος
A s.v. ὀξύπρῳροι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυκέρατος
-
36 ὀρθοκέρατος
A s.v. ὀρθοκραιράων.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρθοκέρατος
-
37 ὕπαρξις
A existence, reality, , cf. D.3.10; opp. ἀνυπαρξία, S.E.P.1.21, cf. 3.24; opp. νόησις, Plu.2.1067c, Gal.6.115; opp. ἀναίρεσις, A.D.Conj.221.17;εἴ τις.. ἐν οὐχ ὑπάρξει τὸν χρόνον λέγοι Plot.3.7.13
.2 in Logic, existence in a subject, Ammon. in Cat.6.16, al.3 Gramm., τὰ τῆς ὑπάρξεως ῥήματα, = ὑπαρκτικὰ ῥ., A.D.Pron.25.2, cf. Stoic.2.46.4 Math., positive term, Def.9; cf.ὑπάρχω B.
IV. 3.II substance,ἡ τοῦ κέρατος ὕ. S.E.P.1.129
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὕπαρξις
-
38 ἀκέρατος
-
39 κέρας
κέρας, das Horn; (1) Horn, Geweih, gew. von Rindern; ὀφϑαλμοὶ δ' ὡσεὶ κέρα ἕστασαν, fest u. starr wie Hörner. Auch das Horn am Hufe der Tiere. (2) das Horn als Material zu künstlicher Verarbeitung; alles aus Horn Gemachte; (a) der Bogen; κέρᾳ ἀγλαέ, durch den Bogen berühmt; (b) das Horn an der Angelschnur, welches den Fisch verhindert, die Angelschnur zu durchbeißen; (c) Steg an der Lyra; (d) Trinkhorn, wozu man ursprünglich die Hörner des Ochsen nahm, später auch von Metall. (3) Horn als musikalisches Instrument. (4) der Arm eines Stromes. (5) der Flügel eines Heeres, einer Flotte; κατὰ κέρας συμπίπτειν, προςβάλλειν τοῖς πολεμίοις, in den Flanken angreifen; ἐπὶ κέρας ἀνάγειν τὰς νῆας, in langer Reihe, so daß ein Schiff dem andern folgt; ἐκ κέρατος εἰς φάλαγγα καταστῆσαι, aus der cotonnenförmigen Marschordnung in die gedrängte Phalanx aufmarschieren lassen. Aber ἐπὶ κέρως = auf der Flanke, Ggstz ἐπὶ μετώπου. (6) τοῦ ὄρους, Bergspitze; von anderen Hervorragungen, Spitzen, Enden, κάλαμον (Schreibrohr). (7) = κεραία, Segelstange, Raa. (9) κέρατα ποιεῖν τινι, einem Hörner aufsetzen, ihn zum Hahnrei machen. (10) ein sophistischer Trugschluß -
40 κολοβοκέρατος
κολοβο-κέρατος, mit abgestutzten Hörnern. Auch κολοβό-κερως
См. также в других словарях:
κέρατος — κέρᾱτος , κέρας Aër. neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοβοκέρατος — κολοβοκέρατος, ον (Α) αυτός που έχει κοντά κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + κέρατος (< κέρας), πρβλ. ορθο κέρατος, στρεβλο κέρατος] … Dictionary of Greek
κονδοκέρατος — κονδοκέρατος, ον (Α) αυτός που έχει κοντά κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονδός «κοντός» + κέρατος (< κέρας), πρβλ. κολοβο κέρατος, ορθο κέρατος] … Dictionary of Greek
κριοκέρατος — κριοκέρατος, ον (Α) αυτός που έχει κέρατα κριαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + κέρατος (< κέρας), πρβλ. κολοβο κέρατος, οξυ κέρατος] … Dictionary of Greek
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
ορθοκέρατος — η, ο (Α ὀρθοκέρατος, ον) αυτός που έχει όρθια, στητά κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + κέρατος (< κέρας, ατος), πρβλ. οξυ κέρατος] … Dictionary of Greek
στρεβλόκερως — ων και στρεβλοκέρατος, ον, ΜΑ αυτός που έχει στρεβλά κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλός + κερως / κέρατος (< κέρας, κέρατος), πρβλ. μονό κερως] … Dictionary of Greek
συνομοκέρωτος — ον, Μ αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό κεράτων με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμ(ο) * + κέρωτος < κέρω ς (< κέρας*, πρβλ. ἄ κερως) + επέκταση τος, κατά τα μτγν. συνθ. σε κέρατος (πρβλ. ἀ κέρατος), πρβλ. και ἀ κέρωτος] … Dictionary of Greek
τετρακέρατος — η, ο / τετρακέρατος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει τέσσερα κέρατα νεοελλ. αυτός που έχει τέσσερεις κεραίες μσν. αυτός που αξίζει τέσσερα κεράτια, τέσσερα καράτια («ἐπὶ τόκῳ τετρακεράτῳ τὸ νόμισμα ἀνὰ χρυσίου λιτρῶν δώδεκα», Θεοφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
τρικέρατος — η, ο / τρικέρατος, ον, ΝΜ αυτός που έχει τρία κέρατα, τρίκερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κέρατος (< κερας, ατος), πρβλ. τετρα κέρατος] … Dictionary of Greek
Ceratosaurus — Temporal range: Late Jurassic, 153–148 Ma … Wikipedia