-
1 κολοβο-κέρατος
κολοβο-κέρατος, mit abgestutzten Hörnern, Schol. Il. 16, 117. Auch κολοβό-κερως
-
2 κολοβοκέρατος
κολοβο-κέρατος, mit abgestutzten Hörnern. Auch κολοβό-κερως
1 κολοβο-κέρατος
κολοβο-κέρατος, mit abgestutzten Hörnern, Schol. Il. 16, 117. Auch κολοβό-κερως
2 κολοβοκέρατος