Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀ-κάματος

См. также в других словарях:

  • κάματος — toil masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάματος — ο (AM κάματος) 1. επίπονη εργασία, μόχθος, κόπος («ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν», Ομ. Οδ.) 2. κατάπτωση τών σωματικών δυνάμεων από βαριά ή υπερβολική εργασία, κόπωση, κούραση, εξάντληση («αἴθρῳ και καμάτῳ δεδμημένον», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. το όργωμα τών… …   Dictionary of Greek

  • κάματος — ο κόπωση, κούραση: Έπεσε κάτω από τον κάματο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμάτοιο — κάματος toil masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάτοις — κάματος toil masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάτοισι — κάματος toil masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάτοισιν — κάματος toil masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάτου — κάματος toil masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάτους — κάματος toil masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάτων — κάματος toil masc gen pl καματάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) καματάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάτως — κάματος toil masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»