Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀ-θύρωτος

См. также в других словарях:

  • θυρωτός — θυρωτός, ή, όν (Α) [θύρα] αυτός που έχει θύρα ή άνοιγμα το ουδ. ως ουσ. το θυρωτόν α) άνοιγμα για θύρα β. κούφωμα …   Dictionary of Greek

  • θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …   Dictionary of Greek

  • θυρωτά — θυρωτόν with a door neut nom/voc/acc pl θυρωτός with a door neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»