-
1 πτερο-δόνητος
πτερο-δόνητος, durch Flügel od. Segel bewegt, Ar. Av. 1390.
-
2 οἰστρο-δόνητος
οἰστρο-δόνητος, = Vorigem; Ἰώ, Aesch. Suppl. 568; in einer parodirenden Stelle Ar. Thesm. 324, προλιπὼν μυχὸν ἰχϑυόεντ' οἰστροδόνητον Νηρέος.
-
3 αἰθρο-δόνητος
αἰθρο-δόνητος, δρομος Man. 4, 298, im Aether bewegt.
-
4 ἀ-δόνητος
-
5 ὑφαντο-δόνητος
ὑφαντο-δόνητος, beim Weben geschwungen, gewebt, ἔσϑος Ar. Av. 940.
-
6 αδονητος
-
7 αεροδονητος
-
8 οιστροδονητος
-
9 πτεροδονητος
-
10 υφαντοδονητος
-
11 αἰθροδόνητος
αἰθρο-δόνητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰθροδόνητος
-
12 γυιδόνητος
γυι-δόνητος, ον,A with bruised limbs, Phryn.Trag.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυιδόνητος
-
13 οἰστροδόνητος
οἰστρο-δόνητος, ον, = foreg., Id.Supp. 573(lyr.), Ar.Th. 324 (lyr.):—also [suff] οἰστρό-δονος, ον, A.Supp.16(anap).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰστροδόνητος
-
14 πτεροδόνητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πτεροδόνητος
-
15 ἀεροδόνητος
ἀερο-δόνητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀεροδόνητος
-
16 ὑφαντοδόνητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑφαντοδόνητος
-
17 ἀδόνητος
-
18 ἀεροδόνητος
-
19 αἰθροδόνητος
-
20 οἰστροδίνητος,
οἰστρο-δίνητος, u. οἰστρο-δόνητος, von der Bremse herumgetrieben, übertr., in Wut, Leidenschaft umhergetrieben
- 1
- 2
См. также в других словарях:
οιστροδόνητος — οἰστροδόνητος και οἰστρόδονος, ον (Α) (ποιητ. τ.) οιστροδίνητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + δόνητος / δονος (< δονῶ), πρβλ. αερο δόνητος, πολύ δονος] … Dictionary of Greek
πολυδόνητος — ον, Μ αυτός που δονίζεται, που κλονίζεται πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δόνητος (< δονῶ), πρβλ. οιστρο δόνητος] … Dictionary of Greek
πτεροδόνητος — ον, Α 1. αυτός που κινείται με τη δόνηση τών πτερύγων του 2. μτφ. αυτός που πετά ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + δόνητος (< δονῶ), πρβλ. αερο δόνητος] … Dictionary of Greek
υφαντοδόνητος — και ποιητ. τ. ύφαντοδόνατος, ον, Α αυτός που κατασκευάστηκε με δόνηση τής κερκίδας, ο υφαντός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφαντός + δόνητος (< δονῶ), πρβλ. οἱστρο δόνητος] … Dictionary of Greek
αερο- — α΄συνθ. λ. της Αρχαίας και της Νεοελληνικής από το ουσ. αήρ αέρας. Στα Νεοελληνικά απαντά συχνά και ως αγερο , πρβλ. αγέρας, π.χ. αρχ. νεοελλ. αερό βιος, αερο δόνητος, αερο δρόμος, αερο ειδής, αερο μαχία, αερο μιγής, αερο μιχλώδης, αερο πέτης,… … Dictionary of Greek