Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀ-δόνητος

См. также в других словарях:

  • οιστροδόνητος — οἰστροδόνητος και οἰστρόδονος, ον (Α) (ποιητ. τ.) οιστροδίνητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + δόνητος / δονος (< δονῶ), πρβλ. αερο δόνητος, πολύ δονος] …   Dictionary of Greek

  • πολυδόνητος — ον, Μ αυτός που δονίζεται, που κλονίζεται πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δόνητος (< δονῶ), πρβλ. οιστρο δόνητος] …   Dictionary of Greek

  • πτεροδόνητος — ον, Α 1. αυτός που κινείται με τη δόνηση τών πτερύγων του 2. μτφ. αυτός που πετά ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + δόνητος (< δονῶ), πρβλ. αερο δόνητος] …   Dictionary of Greek

  • υφαντοδόνητος — και ποιητ. τ. ύφαντοδόνατος, ον, Α αυτός που κατασκευάστηκε με δόνηση τής κερκίδας, ο υφαντός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφαντός + δόνητος (< δονῶ), πρβλ. οἱστρο δόνητος] …   Dictionary of Greek

  • αερο- — α΄συνθ. λ. της Αρχαίας και της Νεοελληνικής από το ουσ. αήρ αέρας. Στα Νεοελληνικά απαντά συχνά και ως αγερο , πρβλ. αγέρας, π.χ. αρχ. νεοελλ. αερό βιος, αερο δόνητος, αερο δρόμος, αερο ειδής, αερο μαχία, αερο μιγής, αερο μιχλώδης, αερο πέτης,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»