-
21 οἰστροδόνητος
οἰστρο-δίνητος, u. οἰστρο-δόνητος, von der Bremse herumgetrieben, übertr., in Wut, Leidenschaft umhergetrieben -
22 πτεροδόνητος
πτερο-δόνητος, durch Flügel od. Segel bewegt -
23 ὑφαντοδόνητος,
ὑφαντο-δόνητος, u. ὑφαντο-δίνητος, beim Weben geschwungen, gewebt -
24 ὑφαντοδίνητος
ὑφαντο-δόνητος, u. ὑφαντο-δίνητος, beim Weben geschwungen, gewebt
- 1
- 2
См. также в других словарях:
οιστροδόνητος — οἰστροδόνητος και οἰστρόδονος, ον (Α) (ποιητ. τ.) οιστροδίνητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + δόνητος / δονος (< δονῶ), πρβλ. αερο δόνητος, πολύ δονος] … Dictionary of Greek
πολυδόνητος — ον, Μ αυτός που δονίζεται, που κλονίζεται πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δόνητος (< δονῶ), πρβλ. οιστρο δόνητος] … Dictionary of Greek
πτεροδόνητος — ον, Α 1. αυτός που κινείται με τη δόνηση τών πτερύγων του 2. μτφ. αυτός που πετά ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + δόνητος (< δονῶ), πρβλ. αερο δόνητος] … Dictionary of Greek
υφαντοδόνητος — και ποιητ. τ. ύφαντοδόνατος, ον, Α αυτός που κατασκευάστηκε με δόνηση τής κερκίδας, ο υφαντός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφαντός + δόνητος (< δονῶ), πρβλ. οἱστρο δόνητος] … Dictionary of Greek
αερο- — α΄συνθ. λ. της Αρχαίας και της Νεοελληνικής από το ουσ. αήρ αέρας. Στα Νεοελληνικά απαντά συχνά και ως αγερο , πρβλ. αγέρας, π.χ. αρχ. νεοελλ. αερό βιος, αερο δόνητος, αερο δρόμος, αερο ειδής, αερο μαχία, αερο μιγής, αερο μιχλώδης, αερο πέτης,… … Dictionary of Greek