Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀδόνητος

См. также в других словарях:

  • ἀδόνητος — unshaken masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδόνητος — η, ο (Α ἀδόνητος, ον) [δονῶ] αυτός που δεν δονείται ή δεν δονήθηκε, ασάλευτος, ακλόνητος νεοελλ. ασυγκίνητος, άσπλαχνος, σκληρός …   Dictionary of Greek

  • αδόνητος — η, ο αυτός που δε δονήθηκε, ασάλευτος: Εκεί που βρίσκονταν αυτοί το έδαφος είχε μείνει αδόνητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδόνητον — ἀδόνητος unshaken masc/fem acc sg ἀδόνητος unshaken neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδόνητα — ἀδόνητος unshaken neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδόνητοι — ἀδόνητος unshaken masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»