-
1 οιστροδόνητος
-
2 οἰστροδόνητος
-
3 οιστροδονητος
-
4 οἰστροδόνητος
οἰστρο-δόνητος, ον, = foreg., Id.Supp. 573(lyr.), Ar.Th. 324 (lyr.):—also [suff] οἰστρό-δονος, ον, A.Supp.16(anap).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰστροδόνητος
-
5 οἰστροδόνητος
οἰστρο-δίνητος, u. οἰστρο-δόνητος, von der Bremse herumgetrieben, übertr., in Wut, Leidenschaft umhergetrieben -
6 οιστροδινητος
-
7 οιστροδονος
-
8 οιστροδόνητον
-
9 οἰστροδόνητον
-
10 οιστροδονήτου
-
11 οἰστροδονήτου
См. также в других словарях:
οιστροδόνητος — οἰστροδόνητος και οἰστρόδονος, ον (Α) (ποιητ. τ.) οιστροδίνητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + δόνητος / δονος (< δονῶ), πρβλ. αερο δόνητος, πολύ δονος] … Dictionary of Greek
οἰστροδόνητος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰστροδόνητον — οἰστροδόνητος masc/fem acc sg οἰστροδόνητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰστροδονήτου — οἰστροδόνητος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίστρος — ο (ΑΜ οἶστρος) 1. μεγάλη μύγα, κυκλόρραφο έντομο, που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί γένος τής οικογένειας οίστρίδες και τού οποίου οι προνύμφες που εισδύουν στα διάφορα όργανα τών κατοικίδιων ζώων προκαλούν τις μυιάσεις… … Dictionary of Greek
οιστρόδονος — οἰστρόδονος, ον (Α) (ποιητ. τ.) βλ. οιστροδόνητος … Dictionary of Greek