-
1 αφανούς
-
2 ἀφανοῦς
-
3 ταφανούς
-
4 τἀφανοῦς
-
5 ἀνάγκα
ᾰνάγκα (-α, -ας, -ᾳ; -αις)1 necessity, compulsion, constraint ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ with the hostility of necessity O. 2.60μιν ἔντὐ ἀνάγκα πατρόθεν O. 3.28
σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μελαλάνωρ ἔσανεν P. 1.51
βοέους δήσαις ἀνάγκᾳ ἔντεσιν αὐχένας (v. l. ἀνάγκας) P. 4.234καλὰ γινώσκοντ' ἀνάγκᾳ ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.288
ὥρα πότνια, τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις N. 8.3
κεράιζε Τυφῶνα πεντηκοντοκέφαλον ἀνάγκᾳ Ζεὺς πατὴρ was compelled to fr. 93. βιαίᾳ δαμεὶς ἀνάγκᾳ by inescapable violence Παρθ. 1. 1. σὺν δ' ἀνάγκᾳ πᾶν καλὸν fr. 122. 9. Ταρτάρου πυθμέναπτίξεις ἀφανοῦς σφυρηλάτοις ἀνάγκαις beaten chains of compulsion fr. 207. c. inf.,θανεῖν δ' οἷσιν ἀνάγκα O. 1.82
frag. Κρ]ονίων νεῦσεν ἀνάγκᾳ[ Δ. 4. 17. -
6 ἀφανής
1 unseen Ταρτάρου ἀφανοῦς ( ἀφανέος coni. Bergk) fr. 207. -
7 πυθμήν
-
8 Τάρταρος
Τάρτᾰρος (ὁ, ἡ.) the underworld.1ὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται Τυφὼς P. 1.15
“χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.44
Ταρτάρου πυθμένα πτίξεις ἀφανοῦς σφυρηλάτοις ἀνάγκαις fr. 207. -
9 κυνέη
κῠνέη, [dialect] Aeol. [full] κυνία Alc.15.2, [dialect] Att. [var] contr. [full] κυνῆ IG12.279.62, etc.: ἡ:—prop. (sc. δορά)A dog's skin (so only Anaxandr.65), used for making soldiers' caps: hence in [dialect] Ep., generally, helmet, κ. ταυρείη, κτιδέη, Il.10.257, 335; κ. χαλκήρης, χαλκοπάρῃος, 3.316, 12.183;κ. χρυσείη 5.743
; once of a peasant's cap,αἰγείη κ. Od.24.231
; later περὶ τῇσι κεφαλῇσι [εἶχον] ἐκ διφθερέων πεποιημένας κυνέας leathern caps, Hdt.7.77, cf. Ar.Nu. 268, V. 445; of theπέτασος, ἡλιοστερὴς κυνῆ Θεσσαλίς S.OC 314
; Ἀρκὰς κ., = Ἀρκαδικὸς πῖλος, Id.Fr. 272, cf. Paus.Gr.Fr.72; but usu. helmet, λάμπραι κ. Alc.l.c.;κ. ἐπίχρυσος IG12
.l.c.;τὴν κ. ἐοῦσαν χαλκέην Hdt.2.151
;κ. Κορινθίη Id.4.180
;Βοιωτία D.59.94
, Thphr.HP3.9.6. -
10 ἀφανής
A unseen, esp. of the nether world,Ταρτάρου πυθμήν Pi.Fr. 207
, cf. A.Th. 860 (lyr.);ἀ. κἀν Ἀΐδα δόμῳ φοιτάσῃς Sapph.68
; χάσμα ἀ. a blind pit, Hdt.6.76; ἡ ἀ. θεός, of Persephone, S.OC 1556 (lyr.); ὁ ἀ. πόλος, i. e. the south pole, Arist.Cael. 285b21, Mu. 394b31 (butἀ. κόσμος
starless,Vett.Val.
6.22).2 ἀ. γίγνεσθαι, = ἀφανίζεσθαι, disappear,ὑπὸ γῆν Hdt.3.104
, cf. E.IT 757, Pl.R. 360a; soἀ. ἦν
disappeared,Hdt.
7.37, cf. X.An.1.4.7; of soldiers missing after a battle, Th.2.34; runaway, absconded, PGen.5.4(ii A. D.).b στήλας ἀ. ποιῆσαι obliterate, SIG38.38 ([place name] Teos).3 unnoticed, secret,ἀ. νόος ἀθανἁτων Sol.17
; ἀ. νεῦμα a secret sign, Th.1.134;ἀ. χωρίον
out of sight,Id.
4.29, cf. ib.67;ἀ. ξιφίδιον
concealed,Id.
8.69; δι' ἐπιστολῶν ἀφανῶν secret or invisible writings, Ph.Bel.102.29: c. part., ἀ. εἶναι ἀπιόντες depart without being noticed, X.An.4.2.4;ἀ. ὄντες ἠδίκουν Th.1.68
; μαντικῇ χρώμενος οὐκ ἀ. ἦν he was well known to do.., X.Mem.1.1.2.b uncertain, doubtful,ἀ. νοῦσοι Hdt.2.84
; σὺν ἀφανεῖ λόγῳ on an uncertain charge, S.OT 657 (lyr.);ἐν ἀφανεῖ λ. Antipho 5.59
; (lyr.); (lyr.);ἐλπίς Th.5.103
;πρόφασις ἀφανεστάτη λόγῳ Id.1.23
;οὐκ ἀ. τεκμήρια X. Ages.6.1
; μεθέντας τἀφανῆ, opp. τὸ πρὸς ποσί, S.OT 131; ἀ. χάρις a favour from an unknown hand, D.19.240;ἐς ἀφανὲς τὸν μῦθον ἀνενείκας Hdt.2.23
; ;τὰ ἀ. μεριμνᾶν Ar.Fr. 672
;ὑπὲρ τῶν ἀ. φανεροῖς μαρτυρίοις χρῆσθαι Arist. EN 1104a13
; of what is beyond the evidence of sense, opp.φανερόν, ἁρμονίη ἀ. φανερῆς κρείττων Heraclit.54
, cf. Phld.Sign.1, al.;τἀφανὲς διὰ τοῦ φαινομένου συλλογίζεσθαι Epicur.Nat.14.4
;τὸ τῆς τύχης ἀ. οἷ προβήσεται E.Alc. 785
;τὸ ἀ. τοῦ κατορθώσειν Th.2.42
; ἐν ἀφανεῖ ἔτι κεῖσθαι, ἐν τῷ ἀ. εἶναι, Id.1.42, 3.23;ἐν ἀ. κεκτῆσθαί τι
secretly,Pl.
Lg. 954e;ἐκ τοῦ ἀφανοῦς Th.1.51
, 4.96, etc.;ἐξ ἀ. A.Fr.57.9
, Ar.Ra. 1332: neut. pl. as Adv., E.Hipp. 1289 (lyr.). Regul.Adv.ἀφανῶς Th. 3.43
, etc.: [comp] Sup.- έστατα X.HG5.1.27
.4 of persons and things, unnoticed, obscure, E.Tr. 1244; alsoοὐ γὰρ ἀ. κρινεῖτε τὴν δίκην Th.3.57
;ἀ. καὶ ταπεινὴ φύσις D.61.35
.5 ἀ. οὐσία personal property, as money, which can be secreted and made away with (cf.ἀφανίζω 1.7
), opp. φανερά ( real), as land, Lys.32.4, cf. BCH27.219 ([place name] Crete); opp. ἐμφανής, IG12(2).15.8 (Mytil.), SIG554.17; but simply, concealed,ἀφανῆ καταστῆσαι τὴν οὐσίαν Lys.20.23
: in lit. sense,ἀ. πλοῦτος Ar. Ec. 602
;πλοῦτος ἀ. ὃν σὺ κατορύξας ἔχεις Men.128.16
. -
11 ὑποδενδρυάζω
A = ὑποδῦναί που καὶ πτῆξαι ὑπὸ σκέπην, Phot., Suid.; but = τὸ ἐξ ἀφανοῦς καὶ αἰφνιδίως ἐπιφαίνεσθαι, Hsch.:—cf. ὑποδελεάζω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποδενδρυάζω
-
12 ἀυίδετος
Grammatical information: adj.Page in Frisk: --Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀυίδετος
См. также в других словарях:
ἀφανοῦς — ἀφανής unseen masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀφανοῦς — ἀφανοῦς , ἀφανής unseen masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθοδεύω — (ΑM μεθοδεύω) [μέθοδος] κάνω κάτι με μέθοδο, εκτελώ κάτι με σύστημα και με τέχνη νεοελλ. 1. οργανώνω συστηματικά και εκ τού αφανούς κάτι επιδιώκοντας ορισμένο σκοπό, κατευθύνω, σκηνοθετώ («μεθοδεύουν φιλοτουρκική λύση τού κυπριακού») 2. (η μτχ.… … Dictionary of Greek
вѣсть — ВѢСТ|Ь (253), И с. Известие, весть: и въ се врем˫а пришьла б˫ааше вѣсть отъ передъславы къ ˫арославу. ѡ отьни съмьрти. СкБГ XII, 13б; посылаѥтьсѩ вѣсть ѿ игѹмена. къ начинающюмѹ на сторонѹ. сирѣчь великомѹ цр҃квьнѹмѹ начѩльникѹ. УСт ХІI/ХІІІ, 211 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
не˫авленьныи — (6) пр. 1.Неизвестный: не мощно бо ми моѥму вл(д)це и ц(с)реви. ѡ вещи не˫авленнѣ. таковы˫а похвалы и величь˫а възвѣстити. (ἀφανοῦς) ЖВИ XIV–XV, 21б. 2. Неясный, неопределенный: тѣхъ суть такова˫а || повелѣнь˫а. ѥже ѹдалѧтисѧ чл҃вкомъ сладкы(х)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
погыбноути — ПОГЫБН|ОУТИ (439), ОУ, ЕТЬ гл. 1.Быть уничтоженным, разрушенным; перестать существовать: и чьрвьмъ бѹдеши въ сънѣдениѥ и… домъ твои погыбнеть тълѣ. ЧудН XII, 67в; и та(к) погыбе цр(с)тво б҃охранимаго костѧнтинѧ града. и землѧ грьчьска˫а въ свадѣ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
CHENA — Laconicae urbs, Mysonis patria. Steph. Χῆνα, πόλις Λακωνικῆς, ὁ πολίτης Χηνιεὺς. Vicum appellat Diodorus. Sic in Excerptis, Μύσων τις ἦν Μαλιεὺς ὃς ᾤκει εν κώμῃ Χηνὰς καλουμένη. Aristoxenus apud Laertium in Mysone, μηδὲ πόλεςω, ἀλλὰ κώμης, καὶ… … Hofmann J. Lexicon universale
Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… … Dictionary of Greek
μεθόδευση — η [μεθοδεύω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεθοδεύω, το να γίνεται κάτι με μέθοδο 2. συστηματική εκ τού αφανούς οργάνωση και κλιμάκωση … Dictionary of Greek
υποδενδρυάζω — Α 1. κρύβομαι από φόβο κάτω από δένδρο 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποδενδρυάζειν τὸ ἐξ ἀφανοῡς καὶ αἰφνιδίως ἐπιφαίνεσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δενδρυάζω «κρύβομαι μέσα στα δένδρα»] … Dictionary of Greek
Άγνωστος Στρατιώτης — Η ταφή των μαχητών που τα σώματά τους έχουν χαθεί είναι πατροπαράδοτο ελληνικό έθιμο. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως οι ψυχές εκείνων που δεν έχουν ταφεί βασανίζονται. Ο Όμηρος παρουσιάζει την ψυχή του Πάτροκλου να παρακαλά τον Αχιλλέα «θάψε με… … Dictionary of Greek