-
1 ἀ-φανής
ἀ-φανής, ές, unsicher, dunkel, Τάρταρος Pind. frg. 223; χέρσος Aesch. Spt. 842; ϑεός Soph. O. C. 1553; μόρος 1679; λόγοι O. R. 657; verborgen, χάσμα Her. 6, 76; heimlich, λόγος ἀφανής, der πρόνοια φανερά entgegengesetzt, Antipho 5, 59, wie οὐσία ἀφ. u. φανερά Lys. 32, 4, nach B. A. 468 ἡ ἐν χρήμασι καὶ σώμασι καὶ σκεύεσι; von einem Orte, dem καταφανής entgegengesetzt, Xen. Cyr. 3, 3, 28, wie dem ἐμφανής Men. Stob. Flor. 16, 13; ἐν ἀφανεῖ κεῖται, es ist noch verborgen, ungewiß, Thuc. 1, 42; τὸ ἀφανὲς τοῦ κατορϑώσειν, die Unsicherheit des Erfolgs, 2, 42; ἐλπίς, unsichere Hoffnung, 5, 103; unbemerkt, Xen. Cyr. 5, 2, 32; vermißt, Thuc. 2, 43; verschwunden, fortgegangen, Xen. An. 1, 4, 7; mit partic., ᾤοντο ἀφανεῖς εἶναι ἀπιόντες, sie glaubten unbemerkt fortzugehen, 4, 2, 4; οὐκ ἀφανής εἰμι ποιῶν τι, = φανερός, Mem. 1, 1, 2; ποιῶ τι ἀφανὴς ὤν Thuc. 1, 68. – Adv. ἀφανῶς, auch ἐκ τοῦ ἀφανοῠς, heimlich, Thuc. 4, 96; ἐν ἀφανεῖ Plat. Legg. XII, 954 d. – Auch unberühmt, unangesehen, Eur. Tr. 1322; Thuc. 3, 57; καὶ ταπεινὴ φύσις Dem. 61, 35; Sp.
-
2 ἀφανής
ἀ-φανής, unsicher, dunkel; verborgen; heimlich; unbemerkt; vermißt; verschwunden, fortgegangen. Adv. ἀφανῶς, auch ἐκ τοῦ ἀφανοῠς, heimlich. Auch: unberühmt, unangesehen
См. также в других словарях:
ἀφανοῦς — ἀφανής unseen masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀφανοῦς — ἀφανοῦς , ἀφανής unseen masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθοδεύω — (ΑM μεθοδεύω) [μέθοδος] κάνω κάτι με μέθοδο, εκτελώ κάτι με σύστημα και με τέχνη νεοελλ. 1. οργανώνω συστηματικά και εκ τού αφανούς κάτι επιδιώκοντας ορισμένο σκοπό, κατευθύνω, σκηνοθετώ («μεθοδεύουν φιλοτουρκική λύση τού κυπριακού») 2. (η μτχ.… … Dictionary of Greek
вѣсть — ВѢСТ|Ь (253), И с. Известие, весть: и въ се врем˫а пришьла б˫ааше вѣсть отъ передъславы къ ˫арославу. ѡ отьни съмьрти. СкБГ XII, 13б; посылаѥтьсѩ вѣсть ѿ игѹмена. къ начинающюмѹ на сторонѹ. сирѣчь великомѹ цр҃квьнѹмѹ начѩльникѹ. УСт ХІI/ХІІІ, 211 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
не˫авленьныи — (6) пр. 1.Неизвестный: не мощно бо ми моѥму вл(д)це и ц(с)реви. ѡ вещи не˫авленнѣ. таковы˫а похвалы и величь˫а възвѣстити. (ἀφανοῦς) ЖВИ XIV–XV, 21б. 2. Неясный, неопределенный: тѣхъ суть такова˫а || повелѣнь˫а. ѥже ѹдалѧтисѧ чл҃вкомъ сладкы(х)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
погыбноути — ПОГЫБН|ОУТИ (439), ОУ, ЕТЬ гл. 1.Быть уничтоженным, разрушенным; перестать существовать: и чьрвьмъ бѹдеши въ сънѣдениѥ и… домъ твои погыбнеть тълѣ. ЧудН XII, 67в; и та(к) погыбе цр(с)тво б҃охранимаго костѧнтинѧ града. и землѧ грьчьска˫а въ свадѣ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
CHENA — Laconicae urbs, Mysonis patria. Steph. Χῆνα, πόλις Λακωνικῆς, ὁ πολίτης Χηνιεὺς. Vicum appellat Diodorus. Sic in Excerptis, Μύσων τις ἦν Μαλιεὺς ὃς ᾤκει εν κώμῃ Χηνὰς καλουμένη. Aristoxenus apud Laertium in Mysone, μηδὲ πόλεςω, ἀλλὰ κώμης, καὶ… … Hofmann J. Lexicon universale
Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… … Dictionary of Greek
μεθόδευση — η [μεθοδεύω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεθοδεύω, το να γίνεται κάτι με μέθοδο 2. συστηματική εκ τού αφανούς οργάνωση και κλιμάκωση … Dictionary of Greek
υποδενδρυάζω — Α 1. κρύβομαι από φόβο κάτω από δένδρο 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποδενδρυάζειν τὸ ἐξ ἀφανοῡς καὶ αἰφνιδίως ἐπιφαίνεσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δενδρυάζω «κρύβομαι μέσα στα δένδρα»] … Dictionary of Greek
Άγνωστος Στρατιώτης — Η ταφή των μαχητών που τα σώματά τους έχουν χαθεί είναι πατροπαράδοτο ελληνικό έθιμο. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως οι ψυχές εκείνων που δεν έχουν ταφεί βασανίζονται. Ο Όμηρος παρουσιάζει την ψυχή του Πάτροκλου να παρακαλά τον Αχιλλέα «θάψε με… … Dictionary of Greek