Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀτιμίας

См. также в других словарях:

  • ἀτιμίας — ἀτῑμίᾱς , ἀτιμία dishonour fem acc pl ἀτῑμίᾱς , ἀτιμία dishonour fem gen sg (attic doric aeolic) ἀτῑμί̱ᾱς , ἀτιμία dishonour fem acc pl ἀτῑμί̱ᾱς , ἀτιμία dishonour fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • безчьстьныи — (34) пр. 1.Непочитаемый, презираемый; пользующийся дурной славой, позорный, недостойный: Такожде годѣ ѥсть да еп(с)пи и попове и диѩкони приставьници да не боудоуть и строителѥ ни отъ коѥ˫а же срамьны˫а или бещьстьны˫а вещи пищю обрѣтають… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Homosexualité dans les sources chrétiennes latines — Sodoma (Giovanni Antonio Bazzi), Saint Sébastien, 1525, Florence, palazzo Pitti[1]. Les multiples positions des Églises chrétiennes actuelles sur la question homosexuelle[2] …   Wikipédia en Français

  • επαγγέλλω — (AM ἐπαγγέλλω) [αγγέλλω] 1. μέσ. υπόσχομαι κάτι χωρίς να μού τό ζητήσουν, προσφέρω («καί σφι προσελθοῡσι ἐπηγγείλατο καταγωγήν καὶ ξείνια», Ηρόδ.) 2. μέσ. καταγίνομαι, ασχολούμαι με κάτι, ασκώ βιοποριστικό επάγγελμα (α. «επαγγέλλεται τον γιατρό»… …   Dictionary of Greek

  • κληρονόμος — και κλερονόμος, ο, η, θηλ. και κληρονόμα (AM κληρονόμος, ό, Α δωρ. τ. κλαρονόμος, Μ και κλερονόμος) 1. το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που πήρε ή που δικαιούται να πάρει κληρονομιά (α. «είναι ο μοναδικός κληρονόμος τού θείου του» β. «κληρονόμους τών… …   Dictionary of Greek

  • οι — (I) οἴ και, ιων. τ., ὀΐ (Α) επιφών. αχ, αλίμονο («οἴ γώ, φίλοι, πρόστητ ἀναγκαίας τύχης», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένος τ. που εκφράζει πόνο, λύπη, έκπληξη ή φόβο (πρβλ. οϊζύς, οίμοι)]. (II) οἷ και οἷς (Α) (αναφ. επίρρ.) 1. όπου, εκεί όπου, σε …   Dictionary of Greek

  • συμφορά — η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. συφορά Ν, και ιων. τ. συμφορή Α 1. κακοτυχία, δυστυχία, ατύχημα (α. «τόν βρήκε μεγάλη συμφορά» β. «ὑπὸ τῆς συμφορῆς ἐκπεπληγμένος», Ηρόδ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που φέρνει κακοτυχία, δεινά (α. «αυτός είναι αληθινή συμφορά για… …   Dictionary of Greek

  • αισχρά πρόσωπα — (λατ. personae turpes).Έτσι ονομάζονταν στο βυζαντινό ρωμαϊκό δίκαιο τα πρόσωπα με μειωμένη κοινωνική υπόληψη. Για να χαρακτηριστεί κάποιος α.π. (έννοια ελαφρύτερη της ατιμίας) θα έπρεπε να είχε καταδικαστεί για κάποια αξιόποινη πράξη (κλοπή… …   Dictionary of Greek

  • Μπόρχες, Χόρχε Λούις — (Jorge Luis Borges, Μπουένος Άιρες 1899 – 1986). Αργεντινός συγγραφέας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους των γραμμάτων της Λατινικής Αμερικής. Το 1961 έλαβε μαζί με τον Μπέκετ το Διεθνές Βραβείο των Εκδοτών στο Φορμέντορ.… …   Dictionary of Greek

  • ВАРСОНОФИЙ ВЕЛИКИЙ — Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. [Варсануфий; греч. Βαρσανούφιος] († сер. VI в.), прп. (пам. 6 февр., пам. зап. 11 апр.), подвижник, аскетический писатель. Происходил из Египта. Согласно Д. Читти, имя… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»