-
1 ατιμία
ἀτῑμίᾱ, ἀτιμίαdishonour: fem nom /voc /acc dualἀτῑμίᾱ, ἀτιμίαdishonour: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἀτῑμί̱ᾱ, ἀτιμίαdishonour: fem nom /voc /acc dualἀτῑμί̱ᾱ, ἀτιμίαdishonour: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀτῑμίαι, ἀτιμίαdishonour: fem nom /voc plἀτῑμίᾱͅ, ἀτιμίαdishonour: fem dat sg (attic doric aeolic)ἀτῑμί̱ᾱͅ, ἀτιμίαdishonour: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ατιμια
эп.-ион. ἀτῑμίη ἥ тж. pl.1) непочитание, неуважение, пренебрежение, презрение, тж. бесславие(ἀτιμίῃσίν τινα ἰάλλειν Hom.; ἀτιμίην προστιθέναι τινί Her.; ἐν ἀτιμίᾳ ἔχειν τινά Xen.)
ἀ. ἐσθημάτων Aesch. — жалкое рубище2) ( в Афинах) юр. бесчестие, лишение прав гражданского состояния(χρήμασι καὴ ἀτιμίᾳ ζημιοῦσθαι Plat.; ἀτιμίαι ἀνελεύθεροι Arst.)
-
3 ἀτιμία
-
4 ἀτιμία
ἀτιμία, ας, ἡ (s. ἄτιμος; Hom. et al.; Epict. 4, 1, 60; PSI 330, 7; PGiss 40 II, 5; LXX; En 98:3; Test12Patr, Philo; Jos., Ant. 4, 229; 15, 24; Mel., P. 49; Ath. R. 76, 13; Did., Gen. 238, 26) a state of dishonor or disrespect, dishonor, of pers.: a disaster in Gr-Rom. society, in which civic-minded pers. placed a high premium on honor (τιμή) and enjoyment of repute (δόξα) 2 Cor 6:8 (opp. δόξα); ἐν ταῖς ἀτιμίαις δοξάζονται in dishonor (or by shameful treatment) they are held in esteem Dg 5:14 (pl. as Pla., Pol. 309a; Demosth. 18, 205).—Of things, a vessel to which no special value is attached εἰς ἀ. for ordinary (use) Ro 9:21; 2 Ti 2:20.—Of affective state πάθη ἀτιμίας shameful passions (=passions that disgrace a pers.) Ro 1:26; ἀ. αὐτῷ ἐστιν it is a disgrace for him 1 Cor 11:14. ἐν ἀ. in humiliation (opp. δόξα) 15:43 (PsSol 2:27). κατὰ ἀ. λέγω to my shame I must confess 2 Cor 11:21 in self-deprecating irony (sim. Demosth. 18, 320; s. FDanker, in: Persuasive Artistry [GKennedy Festschr.], ed. DWatson, ’91, 274).—DELG s.v. τιμή. M-M. TW. -
5 ἀτιμία
Βλ. λ. ατιμία -
6 ἀτιμίᾳ
Βλ. λ. ατιμία -
7 ἀτιμία
{сущ., 7}бесчестье, бесславие, стыд, уничижение, пренебрежение, непочитание.Ссылки: Рим. 1:26; 9:21; 1Кор. 11:14; 15:43; 2Кор. 6:8; 11:21; 2Тим. 2:20. LXX: 3639 (הָמּלִכְּ), 7036 (ןוֹלָק).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀτιμία
-
8 ατιμία
{сущ., 7}бесчестье, бесславие, стыд, уничижение, пренебрежение, непочитание.Ссылки: Рим. 1:26; 9:21; 1Кор. 11:14; 15:43; 2Кор. 6:8; 11:21; 2Тим. 2:20. LXX: 3639 (הָמּלִכְּ), 7036 (ןוֹלָק).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ατιμία
-
9 ἀτιμία
бесчестиеἀτιμίᾳΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀτιμία
-
10 ἀτιμίᾳ
бесчестииἀτιμίαΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀτιμίᾳ
-
11 ἀτιμία
A dishonour, disgrace,ἀτιμίῃσιν ἰάλλειν Od.13.142
, Pi.O.4.21, S.El. 1035, etc.;ἐν ἀτιμίῃ τινὰ ἔχειν Hdt.3.3
;ἀτιμίην προστιθέναι τινί Id.7.11
; ὄνειδος καὶ ἀ. ἔχειν ib. 231; ἀτιμίης κυρεῖν πρός τινος ib. 158; θεῶν ἀ. dishonour done to the gods, E.Heracl.72, Pl.Hipparch. 229c;οὐκ ἀτιμίᾳ σέθεν A.Eu. 796
: pl.,ταῖς μεγίσταις κολάζειν ἀ. Pl.Plt. 309a
, cf. 310e, R. 492d, al.;ὕβρεις καὶ ἀτιμίας D.18.205
, 21.23; indignities, Arist.Pol. 1336b11. -
12 ατιμία
η1) бесчестье, позор; 2) бесчестность, нечестность; 3) низость, подлость;κάνω ατιμίες — делать пакости, пакостить
-
13 ἀτιμία
бесчестье, бесславие, стыд, уничижение, пренебрежение, непочитание; LXX: (כְּלִמָּה), (קָלוֹן).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀτιμία
-
14 ἀτιμία
-ας + ἡ N 1 0-0-19-15-21=55 Is 10,16; 22,18; Jer 3,25; 6,15; 13,26dishonour, disgrace TobS 14,10*Jb 40,13 ἀτιμίας with shame-⋄שׁבו? for MT שׁחב bind→ NIDNTT -
15 ατιμία
[атимия] ουσ θ бесчеловечность. -
16 ἀτῑμία
ἀ-τῑμία, Entehrung, Verachtung, Beschimpfung. In Athen bes. Entziehung der bürgerlichen Rechte, Ehrlosmachung, die verschiedene Grade hatte -
17 ατιμίας
ἀτῑμίᾱς, ἀτιμίαdishonour: fem acc plἀτῑμίᾱς, ἀτιμίαdishonour: fem gen sg (attic doric aeolic)ἀτῑμί̱ᾱς, ἀτιμίαdishonour: fem acc plἀτῑμί̱ᾱς, ἀτιμίαdishonour: fem gen sg (attic doric aeolic) -
18 ἀτιμίας
ἀτῑμίᾱς, ἀτιμίαdishonour: fem acc plἀτῑμίᾱς, ἀτιμίαdishonour: fem gen sg (attic doric aeolic)ἀτῑμί̱ᾱς, ἀτιμίαdishonour: fem acc plἀτῑμί̱ᾱς, ἀτιμίαdishonour: fem gen sg (attic doric aeolic) -
19 ατιμίη
ἀτῑμίη, ἀτιμίαdishonour: fem nom /voc sg (epic ionic)ἀτῑμί̱η, ἀτιμίαdishonour: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ἀτῑμίῃ, ἀτιμίαdishonour: fem dat sg (epic ionic)ἀτῑμί̱ῃ, ἀτιμίαdishonour: fem dat sg (epic ionic) -
20 ατιμίαι
ἀτῑμίαι, ἀτιμίαdishonour: fem nom /voc plἀτῑμίᾱͅ, ἀτιμίαdishonour: fem dat sg (attic doric aeolic)ἀτῑμί̱ᾱͅ, ἀτιμίαdishonour: fem dat sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἀτιμία — ἀτῑμίᾱ , ἀτιμία dishonour fem nom/voc/acc dual ἀτῑμίᾱ , ἀτιμία dishonour fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀτῑμί̱ᾱ , ἀτιμία dishonour fem nom/voc/acc dual ἀτῑμί̱ᾱ , ἀτιμία dishonour fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατιμία — Ανήθικη πράξη· κακοήθεια· αισχύνη. Στην αρχαία Αθήνα, α. ονομαζόταν η πράξη που επέφερε τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ενός πολίτη. Η στέρηση αυτή μπορούσε να είναι ολική ή μερική και ήταν η αυστηρότερη ποινή μετά τον θάνατο και την εξορία … Dictionary of Greek
ἀτιμίᾳ — ἀτῑμίαι , ἀτιμία dishonour fem nom/voc pl ἀτῑμίᾱͅ , ἀτιμία dishonour fem dat sg (attic doric aeolic) ἀτῑμί̱ᾱͅ , ἀτιμία dishonour fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατιμία — η 1. έλλειψη ή αποστέρηση της τιμής, καταισχύνη: Έχει πια συνηθίσει να ζει στην ατιμία. 2. ανεντιμότητα, κακοήθεια, άτιμη πράξη: Στην ξενιτιά, όπου έζησε πολλά χρόνια, είχε κάνει κάθε είδους ατιμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
АТИМИЯ — • Άτιμία, ατιμος, (противоположно έπιτιμία, επίτιμος). Идея христианства о равноправности всех людей в достижении обещанных им благ породила понятие об абсолютном достоинстве личности и нравственном праве на уважение каждого… … Реальный словарь классических древностей
Атимия — (греч. ἀτιμία, «бесславие, презрение») одно из тяжелейших наказаний в гражданском праве Древних Афин, влекших за собой лишение прав гражданского состояния и публичное бесчестие и презрение провинившегося. Человек, подвергшийся атимии, не… … Википедия
αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… … Dictionary of Greek
ἀτιμίας — ἀτῑμίᾱς , ἀτιμία dishonour fem acc pl ἀτῑμίᾱς , ἀτιμία dishonour fem gen sg (attic doric aeolic) ἀτῑμί̱ᾱς , ἀτιμία dishonour fem acc pl ἀτῑμί̱ᾱς , ἀτιμία dishonour fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτιμίαι — ἀτῑμίαι , ἀτιμία dishonour fem nom/voc pl ἀτῑμίᾱͅ , ἀτιμία dishonour fem dat sg (attic doric aeolic) ἀτῑμί̱ᾱͅ , ἀτιμία dishonour fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Heliaia — oder Heliaea (griechisch ἠλιαία[1]) war das oberste Gericht des antiken Athens. Der Name des Gerichts leitet sich aus dem griechischen Verb ἡλιάζεσθαι, sich versammeln ab, nach einer anderen Version kommt der Name daher, dass das Gericht im… … Deutsch Wikipedia
κηλίδα — Στίγμα, λεκές· μεταφορικά η λέξη σημαίνει την ατιμία ή το ηθικό στίγμα. (Αστρον.) Διάφορες περιοχές του Ήλιου, των πλανητών και των δορυφόρων, που είναι λιγότερο ανακλαστικές στο φως (ή, στην περίπτωση του Ήλιου, έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία) και … Dictionary of Greek