Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀτάσϑαλος

См. также в других словарях:

  • ἀτάσθαλος — reckless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατάσθαλος — η, ο (AM ἀτάσθαλος, ον) απρεπής, ακόλαστος αρχ. αυθάδης, αλαζονικός, ανόσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά την επικρατούσα άποψη ο τ. αποτελεί πιθ. σύνθετο της λ. άτη. Δηλ. ατάσθαλος < άτας (αιτ. πληθ.) + θάλλων «αυτός που κάνει να αφθονούν… …   Dictionary of Greek

  • ἀτασθάλω — ἀτάσθαλος reckless masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀτάσθαλος reckless masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτάσθαλον — ἀτάσθαλος reckless masc/fem acc sg ἀτάσθαλος reckless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτασθάλοις — ἀτάσθαλος reckless masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτασθάλου — ἀτάσθαλος reckless masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτασθάλους — ἀτάσθαλος reckless masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτασθάλων — ἀτάσθαλος reckless masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτασθάλῳ — ἀτάσθαλος reckless masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτάσθαλα — ἀτάσθαλος reckless neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτάσθαλε — ἀτάσθαλος reckless masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»