-
1 головотяп
-а α.τσαπατούλης, άτσαλος, ατάσθαλος. -
2 головотяпский
επ.τσαπατσούλικος, άτσαλος, ατάσθαλος. -
3 неаккуратный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. ακατάστατος, ανοικοκύρευτος, ρέμπελος, ατάσθαλος.2. αμελής, τσαπατσούλης, -ικος, άτσαλος• ατημελής. -
4 небрежный
επ., βρ: -жен, -жна, -жно.1. αδιάφορος, χλιαρός• περιφρονητικός.2. τσαπατσούλικος, άτσαλος, ατάσθαλος•-ая работа η τσαπατσούλικη δουλειά•
небрежный почерк άσχημος γραφικός χαρακτήρας, τσαπατσούλικα γράμματα.
-
5 неряха
-и α. κ. θ. τσαπατσούλης, άτσαλος, ακατάστατος, ατάσθαλος. -
6 неряшливый
επ., βρ: -лив, -а, -оτσαπατσούλης, -λικος, άτσαλος, ατάσθαλος λερωμένος, βρώμικος•неряшливый человек τσαπατσούλης άνθρωπος•
-ая работа τσαπατσούλικη δουλειά•
-ое платье λερωμένο φόρεμα.
-
7 нескладный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. κακοφυής• δύσμορφος άκομψος, άγαρμπος, κακοκαμωμένος ασουλούπωτος. || άσχημος.2. α-συναφής, ασύνδετος, ασυνάρτητος•-ые слова ασυνάρτητα λόγια.
|| ασύμφωνος, αταίριαστος, ακανόνιστος.3. άστατος, άτσαλος, ατάσθαλος. -
8 разгильдяй
-я α.-ика, -и θ.ακατάστατος, άτσαλος, ατάσθαλος ανο ικοκύρευτος• τσαπατσούλης, -α. -
9 халтурщик
-а α.-ца, ы θ. τσαπατσούλης, -α, άτσαλος, -η, ατάσθαλος, -η. -
10 reckless
1) απερίσκεπτος2) ατάσθαλος3) παράτολμος
См. также в других словарях:
ἀτάσθαλος — reckless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατάσθαλος — η, ο (AM ἀτάσθαλος, ον) απρεπής, ακόλαστος αρχ. αυθάδης, αλαζονικός, ανόσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά την επικρατούσα άποψη ο τ. αποτελεί πιθ. σύνθετο της λ. άτη. Δηλ. ατάσθαλος < άτας (αιτ. πληθ.) + θάλλων «αυτός που κάνει να αφθονούν… … Dictionary of Greek
ἀτασθάλω — ἀτάσθαλος reckless masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀτάσθαλος reckless masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτάσθαλον — ἀτάσθαλος reckless masc/fem acc sg ἀτάσθαλος reckless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτασθάλοις — ἀτάσθαλος reckless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτασθάλου — ἀτάσθαλος reckless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτασθάλους — ἀτάσθαλος reckless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτασθάλων — ἀτάσθαλος reckless masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτασθάλῳ — ἀτάσθαλος reckless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτάσθαλα — ἀτάσθαλος reckless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτάσθαλε — ἀτάσθαλος reckless masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)