-
1 ασφαλειών
-
2 ἀσφαλειῶν
-
3 θέσις
A setting, placing, ἐπέων θ. setting of words in verse, Pi.O.3.8;πλίνθων καὶ λίθων Pl.R. 333b
, cf. IG7.3073.33 (Lebad.); θ. νόμων law giving, X.Ath.3.2, Pl.Lg. 690d: in pl.,νόμων θέσεις D.18.309
, Arist.Pol. 1289a22; θ. ὀνόματος giving of a name, Pl.Cra. 390d; ἐπί τινος application of word to object, Demetr.Eloc. 145; θ. ἀγώνων institution of games, D.S.4.53; ordinance, disposition, S.Ichn.277 (only here in Trag.); setting forth in legal form,ἀσφαλειῶν POxy.1027.12
(i A.D.).II laying down, ὅπλων, opp. ἀναίρεσις, Pl.Lg. 814a; of diggers, plunging of the spade, opp. ἄρσις, Gp.2.45.5.2 deposit of money, preparatory to a law-suit, Ar.Nu. 1191 (pl.): generally, sum deposited in a temple, Inscr.Délos 365.14 (iii B.C.), IG12(3).322 (pl., Thera).3 pledging, giving as security, D.33.12, Lys.8.10.III adoption of a child,κατὰ θέσιν υἱωνός Plb.18.35.9
, cf. Ph.2.36, Philostr. VA6.11;Κρινοτέλην Πινδάρου, θέσει δὲ Φιλοξένου IG12(3).274
([place name] Anaphe), cf. 12(7).50 ([place name] Amorgos); adoption as a citizen of a foreign state, Ἁλεξανδρεὺς θέσει, Ἁθηναῖος θ. (opp. φύσει), Suid. s.v. Ἀρίσταρχος, Ἀριστοφάνης Πόδιος.IV situation, of a city, Hp.Aër.6;πόλις αὐτάρκη θ. κειμένη Th.1.37
, cf. 5.7;ἡ θ. τῆς χώρας πρὸς τὰ πνεύματα Thphr.CP3.23.5
; τόπων θ. Plb.1.41.7: Astron.,θ. τῶν ἄστρων Herm. in Phdr.p.149A.
; position, arrangement,λεγομένων καὶ γραφομένων Pl.Tht. 206a
;τῶν μερῶν θέσεις Id.Lg. 668e
, cf. Epicur.Ep.1p.11U., Fr.30 (pl.).2 Math., local position, Arist.GC 322b33; ἔχειν θ. Id.APo. 88a34; θ. ἔχειν πρὸς ἄλληλα to have a local relation, Id.Cat. 4b21, cf. Pl.R. 586c;τῇ θ. μέσον Arist.APr. 25b36
: Geom., θέσει δεδόσθαι or εἶναι, to be given in position, Archim.Sph.Cyl.2.3, Euc.Dat.4, Apollon.Perg.Con.2.46, al.; παρὰ θέσει parallel to a straight line given in position, [Euc.]Dat.Def.15; εἰς δύο θέσεις τὰς AB, AT to meet the two straight lines AB, AT given in position, Hero Metr.3.10;κατὰ τὴν θ. τὴν πρὸς ἡμᾶς Arist.Ph. 208b23
, etc.; οὐ τῇ θ. διαφέροντα μόνον, ἀλλὰ καὶ τῇ δυνάμει ib.22; so in Music, of notes in a scale, κατὰ θέσιν, opp. κατὰ δύναμιν, Ptol.Harm.2.5.V Philos., thesis, position, assumed and requiring proof, Pl.R. 335a, Arist.Top. 104b19, APo. 72a15; θέσιν διαφυλάττειν to maintain a thesis, Id.EN 1096a2; κινεῖν to controvert it, Plu.2.687b, cf. 328a, etc.2 general question, opp. ὑπόθεσις ( special case), Aphth.Prog.13, Theon Prog.12, cf. Cic.Top.21.79, Quint.3.5.5 (but θ. includes ὑπόθεσις and ὁρισμός, Phlp.in APo.35.1; opp. ἀξίωμα, ib.34.9).3 arbitrary determination, esp. in dat.θέσει, τὰ ὀνόματα μὴ θ. γενέσθαι Epicur.Ep. 1p.27U.
; opp. φύσει, Chrysipp.Stoic.3.76, Str.2.3.7, etc.; τὰ θ. δίκαια, νόμιμα, Ph.1.50, 112; σημαίνειν θ. S.E.P.2.256.VI a setting down, opp. ἄρσις ( lifting),πᾶσα πορεία ἐξ ἄρσεως καὶ θέσεως συντελεῖται Arist.Pr. 885b6
: hence, in rhythm, downward beat, opp. the upward ([etym.] ἄρσις), Aristid.Quint.1.13, Bacch.Harm.98, etc.VII in prosody, θέσει μακρὰ συλλαβή long by position, opp. φύσει, D.T.632.30, Heph. 1.3: orig. prob. in signf. v.3, cf. Sch.D.T.p.206H.2 θέσεις, αἱ, in punctuation, stops, Donat.in Gramm.Lat.4.372 K.VIII part of a horse's hoof,ἡ θ. τοῦ ποδός Hippiatr.82
.
См. также в других словарях:
ἀσφαλειῶν — ἀσφάλεια security against stumbling fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… … Dictionary of Greek
εξαγωγή — Αποστολή εμπορευμάτων ή πρώτων υλών έξω από τα τελωνειακά φυλάκια της παραγωγού χώρας. Η ε. συνδέεται συνήθως με μία πράξη αγοραπωλησίας και είναι προσωρινή, όταν τα εμπορεύματα στέλνονται στο εξωτερικό αποκλειστικά για βιομηχανική επεξεργασία… … Dictionary of Greek
ναυπηγείο — Κάθε συγκρότημα που κατασκευάζει, εξοπλίζει, επισκευάζει ή μετασκευάζει εμπορικά ή πολεμικά πλοία. Εκτός από τις κλίνες ή τις δεξαμενές, όπου κατασκευάζεται το σκάφος, το ν. περιλαμβάνει κυρίως ένα τεχνικό γραφείο που σχεδιάζει το πλοίο… … Dictionary of Greek
ρομπότ — Μηχάνημα ικανό να εκτελεί πράξεις, που αποτελούν μέρος ενός καθορισμένου προγράμματος, και με ορισμένες λειτουργικές ομοιότητες με τον άνθρωπο. Ο όρος προήλθε από την τσεχική λέξη robota (= εργασία), όταν ο Κάρελ Τσάπεκ έγραψε το 1923 το ονομαστό … Dictionary of Greek
Δημουλίτσας, Θεόδωρος — (19ος αι.).Φιλικός από την Πάργα. Ασχολήθηκε με το εμπόριο στην Οδησσό. Ίδρυσε, μαζί με άλλους, την Εταιρεία των Γραικικών Ασφαλειών, από τα κέρδη της οποίας συντηρούνταν τα σχολεία και τα νοσοκομεία της τοπικής ελληνικής παροικίας. Αξιόλογη ήταν … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Χάρντινγκ, Ουόρεν - Γκαμάλιελ — (Harding, 1865 – 1923). Αμερικανός πολιτικός. Ήταν γιος επαρχιακού γιατρού και προτού ασχοληθεί με την πολιτική εξάσκησε διαδοχικά τα επαγγέλματα του δασκάλου, πράκτορα ασφαλειών, τυπογράφου και δημοσιογράφου. Το 1884 εγκαταστάθηκε στην πολιτεία… … Dictionary of Greek