-
1 αστραπά
ἀστραπά̱, ἀστραπήfiash of lightning: fem nom /voc /acc dualἀστραπά̱, ἀστραπήfiash of lightning: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 ἀστραπά
ἀστραπά̱, ἀστραπήfiash of lightning: fem nom /voc /acc dualἀστραπά̱, ἀστραπήfiash of lightning: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 αστραπάν
-
4 ἀστραπάν
-
5 αστραπάς
-
6 ἀστραπάς
-
7 οὐράνιος
οὐράν-ιος [ᾰ], α, ον, also ος, ον E. Ion 715, Ph. 1729 (both lyr.), Pl.Phdr. 247a (v.l.), IG12(2).58b4 (Mytil.):—A heavenly, dwelling in heaven, (lyr.);θεοί h.Cer.55
, A.Ag.90 (anap.), E.HF 758 (lyr.), etc.; οὐράνιαι the goddesses, Pi.P.2.38 codd.; the gods,IG
5(1).40 ([place name] Laconia); of special gods, Θέμις οὐ. Pi.Fr.30.1;Ζεύς Hdt.6.56
, Call.Jov.55, etc.; αἱ οὐ. θεοί, Demeter and Kore, IG12 (5).655.6 (Syros, nr. Delos); ; Ἔρως ib.3157; v. Οὐρανία.2 generally, in or of heaven,ἀστήρ Pi.P.3.75
; (lyr.); οὐ. θεᾶς βρέτας fallen from heaven, E.IT 986; (lyr.); (lyr.); ; οὐ. ὕδατα, i.e. rain, Pi.O.11(10).2, Gp.2.6.10; so τὰ οὐ. alone, = rains, Thphr.HP4.14.8; οὐ. ἄχος, of a storm, S.Ant. 418 (where it may be metaph., cf. infr. 11);οὐ. σημεῖα X.Cyr.1.6.2
; τὰ οὐ. the phenomena of the heavens, Id.Mem.1.1.11; .II reaching to heaven, high as heaven, κίων, of Aetna, Pi.P.1.19;ἐλάτης οὐ. ἄκρος κλάδος E.Ba. 1064
; (lyr.); σκέλος οὐ. ἐκλακτίζειν, ῥίπτειν, kick up sky-high, Ar.V. 1492, 1530; of sounds, ὀμφὰν οὐ. A.Supp. 808 (lyr.), cf. Ar.Ra. 781;ἵππον οὐράνια βρέμοντα E.Tr. 519
(lyr.): metaph., mountainous, colossal,οὐ. ἄχη A.Pers. 573
(lyr.);ἡμάρτηκεν οὐράνιόν γ' ὅσον Ar.Ra. 1135
.IV οὐράνιον, τό, name of an eye-salve, Orib. ap. Aët.7.106.V Adv. - ίως from the point of view of heaven, opp. γηΐνως, Procl.Sacr.p.148 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐράνιος
-
8 πυριέθειρα
πῠρι-έθειρα, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυριέθειρα
См. также в других словарях:
ἀστραπά — ἀστραπά̱ , ἀστραπή fiash of lightning fem nom/voc/acc dual ἀστραπά̱ , ἀστραπή fiash of lightning fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραπάν — ἀστραπά̱ν , ἀστραπή fiash of lightning fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραπάς — ἀστραπά̱ς , ἀστραπή fiash of lightning fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Koine Greek — Koine redirects here. For other uses, see Koine (disambiguation). History of the Greek language (see also: Greek alphabet) … Wikipedia
Койне — О лингвистическом термине, обозначающем язык, использующийся при общении между носителями разных диалектов см. Койне (лингвистика). Койне (греч. Κοινὴ Ἑλληνική «общий греческий»[1], или ἡ κοινὴ διάλεκτος, «общий диалект») распространённая форма… … Википедия
Койнэ — О лингвистическом термине, обозначающем язык, использующийся при общении между носителями разных диалектов см. Койне (лингвистика). Койне (греч. Κοινὴ Ἑλληνική «общий греческий»[1], или ἡ κοινὴ διάλεκτος, «общий диалект») распространённая форма… … Википедия
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek