Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀστεῖον

См. также в других словарях:

  • ἀστεῖον — ἀστεῖος of the town masc acc sg ἀστεῖος of the town neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηκτικός — ή, ό (AM δηκτικός, ή, όν) [δήκτης] 1. όποιος έχει την ιδιότητα να δαγκώνει, ο δαγκανιάρης 2. αυτός που προκαλεί οδύνη, που πληγώνει (α. «δηκτικά λόγια» β. «ἀστεῑον δὴ κἀκεῑνο αὐτοῡ καὶ δηκτικὸν ἅμα») νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο δηκτικός γένος… …   Dictionary of Greek

  • κραμβίδιον — κραμβίδιον, τὸ (Α) ραπανάκι («κραμβίδιον ἑφθὸν χαρίεν ἀστεῑον πάνυ», Αντιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη + υποκορ. κατάλ. ίδιον] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»