-
1 χαριέντως
χαρίειςgraceful: indeclform (adverb) -
2 διατελέω
Aδιατετέλεκα X.Cyr.1.5.4
, IG22.223A5:—bring quite to an end, accomplish,ἐπεί περ ἠρξάμην, διατελέσαι βούλομαι X.HG7.3.4
;δ. χάριν E.Heracl. 434
; so of Time, l. c.II abs.,1 mostly c. part., continue being or doing so and so,τὸ λοιπὸν τῆς ζόης δ. ἐόντα τυφλόν Hdt.6.117
;δ. ἐόντες ἐλεύθεροι Id.7.111
, cf. 1.32, etc.;δ. τὸν λοιπὸν βίον δουλεύοντες And.1.38
;δ. καθεύδοντες Pl.Ap. 31a
;μινυρίζων δ. τὸν βίον ὅλον Id.R. 411a
; διετέλεσας πειρώμενος you have been trying all along, Id.Tht. 206a: with Adjs., δ. πρόθυμος continue zealous, Th.6.89, cf. 1.34;δ. ἀχίτων X. Mem.1.6.2
;ἡδὺς δ. Alex.45.9
.2 with no part. or Adj., continue, live,δ. μετ' ἀλλήλων διὰ βίου Pl.Smp. 192c
;δ. χαριέντως Id.R. 426a
;ἐν ἀγρῷ Men.Georg.4
.b generally, continue, persevere,διατέλει ὥσπερ ἤρξω Pl.Grg. 494c
;δ. ἐν ὕπνῳ Arist.GA 779a24
;ἐν τῇ θαλάττῃ Id.Pr. 933a14
; of things, continue,ἐὰν αἱ μιμήσεις ἐκ νέων πόρρω δ. Pl.R. 395d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διατελέω
-
3 πρυτανεύω
II at Athens, hold the presidency, prop. of the tribe in order of πρυτανεία in βουλή andἐκκλησία, ἔτυχεν.. ἡ φυλὴ [Ἀντιοχὶς] πρυτανεύουσα Pl.Ap. 32b
, cf. Grg. 473e;Ἀκαμαντὶς ἐπρυτάνευε IG12.16
, Th.4.118, etc.: sts. of an individual member of the πρυτανεία, IG12.39.14, al., Antipho 6.45;οἱ τότε πρυτανεύσαντες And.1.46
.b generally, of the mover of a motion, .2 π. περὶ εἰρήνης put the question on a motion for peace, this being the duty of the Prytanes, Ar.Ach.60;εἰρήνην πρυτανεῦσαι Isoc.4.121
: hence,3 π. τινὶ εἰρήνην obtain peace for another, Luc.Demon.9, cf. PStrassb.5.8 ([voice] Pass., iii A.D.);φιλίαν τισί D.C.46.11
;πᾶσι τὰ ἀγαθά Aristid.Or.26(14).109
; [αἱ Πλειάδες] τὸ ἔαρ ἡμῖν π. herald the spring, Procop.Gaz.p.141 B.III generally, control, regulate, joined with διοικεῖν, D.5.6:—[voice] Pass., πρυτανεύεσθαι παρά τινος to suffer oneself to be guided by one, Id.9.60.2 metaph., δεῖπνον χαριέντως πεπρυτανευμένον served daintily, Alex.110.4; of persons, to be entertained,χορηγίᾳ βασιλικῇ Plu.2.602a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρυτανεύω
-
4 χαρίεις
Aχαρίϝεττα Mon.Piot2.138
(statuette from Thebes, vii/vi B. C.), χαρίεν (for χάριεν, v. infr. iv): gen. χαρίεντος, dat. - εντι: voc. χαρίει, χαρίεν, acc. to Theodos. Can.1.11, 209 H.: ([etym.] χάρις):—graceful, beautiful:I in Hom. freq. of the works of men, [πέπλος] χαριέστατος Il.6.90
, 271;εἵματα 5.905
;ἔργα Od. 10.223
;φᾶρος 5.231
; also, gracious,ἀμοιβή 3.58
;ἀοιδή 24.197
; ; δῶρα χ. acceptable gifts, Il.8.204, Ar.Pl. 849;οὐ πάντεσσι θεοὶ χαρίεντα διδοῦσιν Od.8.167
; ; of the parts of a person, χ. μέτωπον, πρόσωπον, κάρη, 16.798, 18.24, 22.403;μέλεα Archil.12
; of a youth,πρῶτον ὑπηνήτῃ, τοῦπερ χαριεστάτη ἥβη Il.24.348
(also- έστατος ἥβη Od.10.279
); of persons first in Hes.Th. 247; χαρίεσσα δέμας ib. 260;ὦ κάλα, ὦ χαρίεσσα Sapph.
[pron. full] η ¯ 5 App.p.48 Lobel, cf. Alc.46;φυὴν χαριέστερος Tyrt.12.5
;σοὶ χάριεν μὲν εἶδος Sapph.
[pron. full] η ¯ 9 App.p.49 Lobel; once in Trag.,σὰν χαρίεσσαν ὥραν E.Fr.453.6
(lyr.); alsoχαρίεσσα χελιδοῖ Anacr.67
: laterζῷα ὀφθῆναι χαρίεντα Luc.Prom.Es3
.II in [dialect] Att., freq. of persons, in relation to qualities of mind, elegant, accomplished,χ. ἦσαν οἱ Λακωνικοί Ar.Lys. 1226
; men of taste,Isoc.
12.8, Arist.Metaph. 1060a25, cf. Pl.R. 605b ([comp] Comp.);οἱ χ. Arist.Pol. 1297b9
, Phld.Mort.31; opp. οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι, Arist.EN 1095b22, cf. Pol. 1267a1; τὰ τῶν χ. σκώμματα the wits, Pl.R. 452b;χ. καὶ νοῦν ἔχοντες Arist.Pol. 1320b7
; χαριέστατος τὴν μουσικήν accomplished in.., Pl.La. 180d;περὶ φιλοσοφίαν Id.Ep. 363c
;χ. ποιητής Id.Lg. 680c
;τῶν ἰατρῶν οἱ χ. Arist.EN 1102a21
;στρατηγοί D.S.12.33
([comp] Sup.); γεωργός, παιδαγωγός, etc., Plu.2.92b, Cat.Mi.1, etc.2 of things, graceful, elegant, μέλος, πόνος, Pi.P.5.107, N.3.12, cf. Ar.Pl. 145;φιλοσοφία ἐστὶν χαρίεν Pl.Grg. 484c
, cf. Sph. 234b ([comp] Comp.);χαρίεντα μὲν γὰρ ᾄδω, χ. δ' οἶδα λέξαι Anacr.45
;λόγον λέξαι χαρίεντα Ar.V. 1400
; ;ἐνθύμημα χ.
clever, smart,X.
An.3.5.12;τὸ ἀστεῖον καὶ χ. Luc.VH1.2
;χαρίεντα.. ἐσοφίσω καὶ σοφά Ar.Av. 1401
; ironical, χαρίεντα πάθοιμ' ἄν I should be nicely off, Id.Ec. 794; χαρίεν [ἐστὶ] εἰδέναι it is well to know, Hp.Art.34;χ. οὖν.. λαλεῖν Ar. Ra. 1491
(lyr.);δοκεῖ χαριέστερον εἶναι.. λέγειν Pl.Prt. 320c
; also χαρίεν γάρ, εἰ .. it would be a pretty thing, if.. ! X.Cyr.1.4.13, Luc. JTr.26.3 rarely of natural objects,θεῶν χ. ἐναύλους Hes. Th. 129
;χαρίεντα τὰ ὑδάτια φαίνεται Pl.Phdr. 229b
; πηγὴ χαριεστάτη ib. 230b;τὴν Ἰνδῶν λίθον χ. Jul.Or.2.51a
.4 name of a plant,χαρίεν τὸ ἐπονομαζόμενον, τούτου ῥίζαν πρόσθες Hp.Mul.1.78
.III Adv. χαριέντως gracefully, elegantly, cleverly;πάνυ χ. ἀποδεδεῖχθαι Pl.Phd. 87a
, cf. Plt. 300b;χ. ἔχων τὸ σῶμα
in fine condition,Id.
Phd. 80c;δείπνου χ. πεπρυτανευμένου Alex.110.4
;χ. εἰπεῖν Pl.R. 331a
: [comp] Comp.,ἀνθηρότερον καὶ -έστερον τῶν ἄλλων λέγειν Isoc. 13.18
;οἱ -εστέρως λέγοντες Arist.Metaph. 1075a26
.2 kindly, courteously, Isoc.5.22.3 with good intention,χ. μέν, ἀπειροτέρως δὲ ἐπαινεῖν Id.12.37
.IV the neut., as Adv., was written proparox. χάριεν in [dialect] Att., acc. to Hdn.Gr.1.350, A.D.Adv.160.22, etc., but no example is quoted; neut. as Adj. is proparox. acc. to Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαρίεις
См. также в других словарях:
χαριέντως — ΝΜΑ επίρρ. βλ.χαρίεις … Dictionary of Greek
χαριέντως — χαρίεις graceful indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρίεις — εσσα, εν, ΝΜΑ (λόγιος τ.) 1. ο γεμάτος χάρη, χαριτωμένος, κομψός («χαρίεντά γ ἥκεις δῶρα τῷ Θεῷ φέρων», Αριστοφ.) 2. (ιδίως για γυναίκα) όμορφος, ωραίος, θελκτικός («Μελίτη χαρίεσσα», Ησίοδ.) αρχ. 1. (για πρόσ.) ευφυής, πνευματώδης («ἦ καὶ… … Dictionary of Greek
πρυτανεύω — ΝΑ, και αττ. τ. προτανεύω και φωκ. τ. βρυτανεύω Α (στην αρχ. Αθήνα) (για φυλή ή για πρόσ.) ασκώ το αξίωμα τού πρυτάνεως (α. «Ἀκαμαντὶς πρυτάνευε», Θουκ. β. «πρυτανεύσας τὴν πρώτην πρυτανείαν», Αντιφ.) νεοελλ. 1. είμαι πρύτανης πανεπιστημίου ή… … Dictionary of Greek
σωμάτιο — το / σωμάτιον, ΝΜΑ, και σωμάτειον Α [σῶμα] νεοελλ. 1. μικρό σώμα, σωματίδιο 2. φρ. α) «στοιχειώδη σωμάτια [ή σωματίδια]» φυσ. βλ. στοιχειώδης β) «υποατομικά σωμάτια [ή σωματίδια]» φυσ. σωματίδια μικρότερα τών ατόμων και, συγκεκριμένα, στοιχειώδη… … Dictionary of Greek